Μοναστήρια και μετόχια
της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα
α) Γενικά για τις μονές των Χανίων.
Όλες οι μονές που λειτουργούν σήμερα στα όρια της μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου είναι κτισμένες από την εποχή της βενετοκρατίας και μετά. Από τη βυζαντινή περίοδο μέχρι το 1204, σώζονται μόλις πέντε εκκλησίες οι οποίες ήταν μονές ή μετόχια. Ο τελευταίος αιώνας της Βενετοκρατίας χαρακτηρίζεται από άνθιση του μοναχισμού στην Κρήτη, ίδρυση νέων και ανακαίνιση παλιών μοναστηριών. Κρήτες ευγενείς για να αποτρέψουν τους περιπλανώμενους καλογήρους, την ουνία και την εξωμοσία χρηματοδότησαν μονές, τις προίκισαν με εύφορες εκτάσεις και έκτισαν λαμπρά αρχιτεκτονικά οικοδομήματα. Με τις μεγάλες περιουσίες οι μονές προσέφεραν στην παιδεία και υπηρέτησαν θρησκευτικούς, κοινωνικούς, ηθικούς και εθνικούς σκοπούς. Στην πεδιάδα των Χανίων ανοικοδομήθηκαν στα χρόνια της βενετοκρατίας πολλά μοναστηριακά μετόχια, που ανήκαν σε άλλες μονές, αλλά και ιδιωτικά μετόχια, πολλά από τα οποία περιήλθαν στις μονές λίγο πριν το 1645, για να μην περιπέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο συνηθισμένος τύπος ήταν, μια μικρή μονή στο κέντρο μιας μεγάλης αγροτικής περιουσίας. Οι μονές και τα μετόχια των Χανίων ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο των Ορθόδοξων μονών: στο κέντρο δεσπόζει ο ναός, συνήθως μικρός και απλός. Το συγκρότημα σε σχήμα ορθογώνιο, στις πτέρυγες έχει τα κελιά των μοναχών ή των ιδιοκτητών και του προσωπικού, καθώς και τις εγκαταστάσεις (ελαιοτριβεία, ληνοί, αποθήκες, κλπ).
Επί τουρκοκρατίας το Πατριαρχείο για να αποφύγει τις καταστροφές και δημεύσεις περιουσιών, ανακήρυσσε τις μονές σε Σταυροπήγια. Έτσι έμεναν αφορολόγητες, είχαν σχετική αυτοτέλεια και ήταν υπό την άμεση δικαιοδοσία και προστασία του πατριάρχη. Η σταυροπηγιακή ιδιότητα ευνόησε και συντέλεσε στην αύξηση της περιουσίας και στην ακώλυτη ανάπτυξή τους.
β) Οι μονές και τα μετόχια που υπήρχαν στα όρια της μητροπόλεως.
Από όσες αναφέρονται στην απογραφή του 1637 και από σποραδικές πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι υπήρχαν οι εξής μονές:
1) Μέσα στην πόλη των Χανίων: του Αγίου Βλασίου, της Θεοτόκου του Πλαΐτη, της Θεοτόκου της Σιών, της Θεοτόκου Χρυσοσπηλιωτίσσης, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Νικολάου στο Θαλασσόσπηλιο και του Χριστού.
2) Εκτός των τειχών και στην ευρύτερη περιοχή της Κυδωνίας, χωρίς να γνωρίζουμε τη θέση όλων, υπήρχαν 52 μονές και μετόχια: των Αγίων Πάντων, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στον Κλαδισό του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Τριάδας (υπάρχουν στοιχεία για τη θέση της), του Αγίου Ιωάννου στον Κλαδισό στο Σκλαβόπουλο, του Αγίου Σπυρίδωνας στο Βαρούσι, η μονή Βαλεδιανών (ίσως ο άγιος Χρυσόστομος στα Κατσιφαριανά), στο Γαλατά του Αγίου Γεωργίου, της Θεοτόκου και της Αγίας Μαρίνας, στα Νεροκούρου της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Γεωργίου του Μορμόρη και των Αγίων Σαράντα (μετόχι του Σινά), της Χρυσοπηγής, της Χαρωδιάς, στις Μουρνιές του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Ελευθερίου, του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, της Αγίας Παρασκευής, της Ζωοδόχου Πηγής των μοναζουσών η «πτωχή» και της Αγίας Μονής του Σαρακήνα, του Αγίου Παύλου στο Βαντέ, στα Περιβόλια της Αγίας Τριάδας, στα Φρούδια της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Παντελεήμονος Χαλέπας (μετόχι της Αγίας Τριάδος), του Αγίου Νικολάου στο Φουρνόσχισμα, του Αγίου Γεωργίου του Κερατιδιώτη ή Απιδιώτη στο Κερατίδι Κυδωνίας ή στον Κουμπελή, του Τιμίου Προδρόμου στις Κορακιές (γυναικεία), του Αγίου Ματθαίου στα Φρούδια (γυναικεία), του Σωτήρος Χριστού στον Ασπαλαθέα Σούδας, του Αγίου Γεωργίου Σούδας βορειοδυτικά της νησίδας, της Αγίας Φωτεινής στα Τσικαλαριά, του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στον Παζινό, του Αγίου Γεωργίου Κουμπελή, του Αγίου Ονουφρίου Κουμπελή (Κουνουπιδιανά), του Αγίου Αντωνίου στο Βόθωνα, του Αγίου Γεωργίου Φεγγίτες Αρώνι, του Αγίου Δημητρίου στις Στέρνες, του Γενεσίου της Θεοτόκου στην Περβολίτσα, των Εισοδίων της Θεοτόκου Μαράθι, της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μουζουρά, της Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου, της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, της Κοίμησης της Θεοτόκου στα Χωραφάκια, της Μεταμόρφωσης στη Λαθήρα, του Αγίου Ιωάννου στο Σαμόλι, του Αγίου Δημητρίου Πύργος Πλατανιά, της Ζωοδόχου Πηγής Κουφού, της Αγίας Κυριακής στο Βαρύπετρο και τέλος, του Αγίου Βασιλείου ανάμεσα Χανιά-Μουρνιές (αναφέρεται εκτός των τειχών, άγνωστη η θέση της), στην οποία υπάγονταν η μονή Θεοτόκου Ποτιστήρια και ο Άγιος Παντελεήμονας στο Ακρωτήρι.
3) Στον Αποκόρωνα υπήρχαν οι μονές ή μετόχια: στα Άπτερα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στα Δράμια του Αγίου Γεωργίου Δρούβικα, μεταξύ Φρε και Νίππους του Αγίου Κωνσταντίνου, στις Καλύβες της Αγίας Παρασκευής στο Καστέλλι του Αποκόρωνα, της Μεταμόρφωσης Αγκαβανέ και της Ζωοδόχου Πηγής Κεράς. Αναφέρονται ακόμη ως μονές η Παναγία Ζερβιώτισσα ή Μοναστήρα στο Στύλο, ο Άγιος Γεώργιος στον Καλοσυκιά Καλυβών και το Γενέσιο της Θεοτόκου (Παναγία η Περβολιτσιανή) στο Νίππος.
γ) Μονές που λειτουργούν σήμερα στα όρια της μητροπόλεως και τα μετόχια τους.
Στη μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου υπάρχουν οι μονές: της Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου, της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, της Ζωοδόχου Πηγής του Χαρτοφύλακος ή Χρυσοπηγής με εξάρτημα τη Μεταμόρφωση και την Αγία Κυριακή στο Βαρύπετρο, του Αγίου Γεωργίου Χαρωδιάς, του Τιμίου Προδρόμου στις Κορακιές και του Αγίου Γεωργίου στο Καρύδι Αποκορώνου.
Μοναστηριακά μετόχια είναι: του Αγίου Ελευθερίου Μουρνιών, του Αγίου Παύλου στο Ακρωτήρι, του Γενεσίου της Θεοτόκου στην Περβολίτσα, του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος στον Παζινό, του Αγίου Γεωργίου Νεροκούρου, των Εισοδίων της Θεοτόκου Κουμαρέ, του Αγίου Χριστοφόρου Κορακιών, των Αγίων Αναργύρων Ελάτης, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα Άπτερα και τέλος στις Μουρνιές η Αγία Μονή του Σαρακήνα της Λαύρας και η Αγιά Τριάδα του Σινά.
- Η Μονή Κυρίας των Αγγέλων Γουβερνέτου,
Η μονή Γουβερνέτου βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του Ακρωτηρίου σ’ ένα θαμνώδες τοπίο. Είναι το αρχαιότερο μοναστήρι της μητρόπολης και ως μοναστικό συγκρότημα έχει δυο περιόδους. Τα πρώτα κτίσματα της μονής τοποθετούνται μετά τον ΙΑ΄ αι. και μέχρι τις αρχές του ΙΣΤ΄ αι. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν στην περιοχή μικρά ανεξάρτητα συγκροτήματα και ασκητήρια πολύ κοντά μεταξύ τους. Η ονομασία «Γουβερνέτο» οφείλεται σε παρετυμολογία του Γδερνέτο ή Γδερνέτω ή Δερνέτο, που ήταν παλιό εγκαταλειμμένο κοντινό χωριό ερείπια του οποίου σώζονται ακόμη. Με βάση τα ευρήματα, είναι η μόνη πιστοποιημένη στην Κρήτη περιοχή λατρείας της Αρτέμιδος Άρκτου κατά την αρχαιότητα.
Το παλιό καθολικό του Αγίου Ιωάννου, λαξευμένο στο βράχο, είναι κτίσμα της β΄ βυζαντινής περιόδου. Δίπλα είναι το Σπήλαιο, που διεισδύει στο βουνό προς νότια, μέσα στο οποίο πέθανε ο Άγιος Ιωάννης ο ερημίτης. Το παλιό μοναστήρι, ερειπωμένο σήμερα, ήταν δίπλα και απέναντι από την είσοδο της σπηλιάς. Τα κελιά των μοναχών και τα ασκητήρια στις δυο πλευρές του φαραγγιού ένωνε η γέφυρα στηριγμένη σε τοξοτές κατασκευές. Στη δυτική πλευρά του φαραγγιού υπάρχει μικρότερο φαράγγι και άλλο σπήλαιο, στην είσοδο του οποίου είναι ερειπωμένη η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (του Απιδιώτη;) με ερείπια οικημάτων και δεξαμενής, ίσως εξάρτημα του Καθολικού. Από το καθολικό μετά από 135 σκαλοπάτια λαξευμένα στο βράχο, υπάρχει το σπήλαιο της Αρκουδιώτισσα (οφείλει την ονομασία του σε ένα μεγάλο σταλαγμίτη σε μορφή αρκούδας), που έχει στην είσοδό του παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Χριστού και κελιά, και αναφέρεται στην απογραφή του 1637. Δυτικά στην απέναντι πλαγιά, ο Άγιος Αντώνιος με κελιά και δεξαμενή, είναι κτισμένος πριν από το 1637.
Κατά μια πληροφορία, το 1470 είχε λεηλατηθεί η μονή από τους Βενετούς επειδή παρείχε άσυλο σε επαναστάτες. Φαίνεται όμως ότι οι πειρατικές επιδρομές ανάγκασαν τους μοναχούς να συνοικίσουν σε ένα μοναστικό κέντρο σε ασφαλέστερη θέση και επέλεξαν το χώρο της σημερινής μονής. Το 1537, σύμφωνα με την επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου, θεωρείται έτος ιδρύσεως της νέας μονής που αφιερώθηκε στην Κυρία των Αγγέλων την Υπεραγία Θεοτόκο (απογραφή 1637). Στο Κοιμητήριο υπάρχει η χρονολογία ΖΝΣ (=7056=1548). Το 1570 ηγούμενος ήταν ο Ανανίας, ένας μοναχός με πατριωτική δράση ενώ ο Ιερεμίας Τζαγκαρόλος το 1589 ήταν απλός μοναχός, μάλλον μαζί με τον αδελφό του Λαυρέντιο, αλλά έφυγαν δυσαρεστημένοι.
Περίπου το 1600 κατεδαφίστηκε ο παλιός ναός στη νέα μονή, όμως η ανέγερση του νέου καθολικού δεν είχε τελειώσει όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν τα Χανιά. Την περίοδο 1599-1622 είναι γνωστοί τέσσερις ηγούμενοι, το 1619 η μονή ήταν κοινόβιο και το 1621 κλήθηκε ο Ιερεμίας Τζαγκαρόλος να ηγουμενεύσει επιτροπικώς το Γδερνέτο, αφού ξέσπασε έριδα των μοναχών με τον ηγούμενο Νεόφυτο Πετρόπουλο. Ο Νεόφυτος επιδίωκε διαρκή ηγουμενία, η βενετική διοίκηση όρισε προσωρινά ηγούμενο τον Ιερεμία, ο οποίος εισήγαγε το διοικητικό σύστημα της Αγίας Τριάδος με τριετία ηγουμενίας και ετήσια εκλογή οικονόμου. Απομακρύνθηκαν ο Νεόφυτος Πετρόπουλος στον Άγιο Ονούφριο, ο μοναχός Θεοφάνης και οι ιερομόναχοι Ιωακείμ Καππαδάκης και Μεθόδιος Μανιάτης και αντικαταστάθηκαν από τέσσερις άλλους μοναχούς στις 9/8/1621.
Οι Τζαγκαρόλοι, οι Μουρτάροι, οι Καλλονάδες και οι Πατίστα, συνάθροισαν τους μοναχούς του Ακρωτηρίου στην Αγία Τριάδα, επειδή το Γδερνέτο ήταν μικρό, άδενδρο, άγονο και απρόσιτο. Γι’ αυτό η ανέγερση του καθολικού έγινε μάλλον με προσπάθειες των μοναχών του Γδερνέτου. Ονομαστός μοναχός του ήταν ο Μητροφάνης Φασιδώνης, πρώην κυβερνήτης πλοίων στο βενετικό στόλο, που διέπλεε το Αιγαίο και μετέφερε αξιωματούχους σε διάφορες αποστολές. Στα μητρώα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας το 1587 αναφέρεται Marco Fasidogni και το 1593 ασπάστηκε το μοναχισμό και πήρε το όνομα Μητροφάνης. Με άδεια από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας, πολέμησε και ως μοναχός υπέρ της Βενετίας. Το 1606 ο Γενικός Προβλεπτής πληροφορεί το Δόγη για τη σχετική υπηρεσία και τον αναφέρει ως ανώτερο κληρικό που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Βενετίας. Ο Φασιδώνης έναντι των υπηρεσιών του έλαβε βοήθημα, αλλά λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, παρακάλεσε και πέτυχε από τη Σύγκλητο της Βενετίας, το βοήθημα να χορηγείται στη μονή μετά το θάνατό του επί 15 έτη (ζούσε μέχρι το 1622). Την εποχή εκείνη η μονή φαίνεται ότι ήταν σε κακή οικονομική κατάσταση (1616). Μεταξύ 1622 και 1637 ηγουμένευσαν ο Γρηγόριος Κελαΐτης και ο Ιωάσαφ Καλαφάτης, γόνοι γνωστών οικογενειών ευγενών Κρητών.
Πριν από το 1765 η μονή υπέστη καταστροφές από πυρκαγιά και το ‘21 πυρπολήθηκε. Μια ομάδα έφιππων Τούρκων, στα τέλη Ιουνίου 1821, έσφαξαν στην έξοδο του φαραγγιού επτά μοναχούς οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν προς την Αγία Τριάδα. Στο σημείο της σφαγής οι χριστιανοί χάραξαν στο βράχο επτά σταυρούς, αλλά με την πρόσχωση του φαραγγιού για την κατασκευή αμαξόδρομου για να μην χαθεί το σημείο οι μοναχοί ζωγράφισαν επτά λευκούς σταυρούς. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη μονή που ανέλαβε χάρη στη φιλοπονία των μοναχών, στις δωρεές χριστιανών και στις αφιερώσεις περιουσιών και γι’ αυτό την περίοδο της αιγυπτιοκρατίας ήταν σε ακμή. Το 1860 ήταν στο απόγειο της ακμής της. Στην έναρξη της επανάστασης του 1866, ο ηγούμενος της μονής Μισαήλ Ματζάκης διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο ως αγγελιαφόρος των επαναστατών στις προξενικές αρχές. Κατά την επανάσταση αυτή δεν υπέστη σημαντικές ζημιές η περιουσία της, αλλά εγκαταλείφθηκαν καλλιέργειες. Το 1877-78 διαλύθηκε λόγω εσωτερικών διενέξεων των μοναχών της. Οι μοναχοί επανήλθαν και το Νοέμβριο του 1878, ζήτησαν και στάλθηκε μέχρι την εκλογή ηγουμένου ως επιστάτης ο Μισαήλ Τζιλβάκης πρώην ηγούμενος της Αγίας Τριάδας. Τον Ιούλιο του 1889 κατέφυγε πλήθος χριστιανών στη μονή για να προστατευτούν, όπως και τον Ιανουάριο του 1897, όταν η μονή διέτρεφε μεγάλο μέρος των οικογενειών που είχαν καταφύγει στο φαράγγι. Η Διοικητική Επιτροπή του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου υποχρέωνε τις μονές του Ακρωτηρίου να συμβάλουν στην τροφοδοσία των επαναστατών, οι μοναχοί του Γουβερνέτου, αν και πρόβαλαν αδυναμία, τελικά ανταποκρίθηκαν. Την περίοδο 1941-44 οι Γερμανοί εγκατέστησαν φυλάκιο στη μονή και προξένησαν καταστροφές. Η συμβολή της στους αγώνες για την ελευθερία της Κρήτης ήταν γενικά σημαντική, όπως και στην παιδεία με βάση τις οικονομικές της δυνατότητες. Από το 2005 έχουν αρχίσει εργασίες αναστήλωσης του καθολικού και των κελιών.
Ο περίβολος της μονής είναι φρουριακός σε σχήμα παραλληλόγραμμου και στις γωνίες ορθώνονται τέσσερις τετράγωνοι πύργοι. Στο υπέρθυρο της κυρίας εισόδου η επιγραφή ΑΧΛΑ=1631 είναι μεταγενέστερη. Στο κέντρο του συγκροτήματος ορθώνεται το καθολικό, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1894, μονόχωρο τρίκογχο με τρούλο, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και γι’ αυτό αποκαλείται η μονή της «Κυρίας των Αγγέλων». Στο καθολικό είναι ενσωματωμένα δυο παρεκκλήσια, του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτη και των Αγίων Δέκα Μαρτύρων, ενώ ανατολικά του καθολικού υπήρχε το παρεκκλήσι του Αγίου Προκοπίου, όπου ήταν και το νεκροταφείο της (κατεδαφίστηκε, ανοικοδομήθηκε έξω από τη μονή και το νεκροταφείο μεταφέρθηκε). Στην ανατολική πλευρά του ναού, δεξιά και αριστερά στεγάζουν τις κόγχες δυο σταυροθόλια. Στην πρόσοψη τα διακοσμητικά είναι εντυπωσιακά (παραστάδες εισόδου, υπέρθυρο και φεγγίτης), ενώ οι έξι δωρικοί κίονες, που εδράζονται σε πεσσούς ενσωματωμένους, έχουν στη βάση τους ανάγλυφες κεφαλές, σύμβολα δαιμόνων ή αποτροπαϊκά.
Στη δήλωση του 1637 η μονή είχε δέκα μετόχια. Από τα γνωστά κατά καιρούς μετόχια της είναι: των Εισοδίων της Θεοτόκου Κουμαρέ, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Κορακιών, του Αγίου Ιωάννου του ερημίτη το παλιό Καθολικό, της Υπαπαντής Αρκουδιάς, του Αγίου Αντωνίου κοντά στο αυλάκι, του Αγίου Βασιλείου στα Περβόλια, του Αγίου Ιωάννου Βαπτιστού στον Κουρνά, της Αγίας Ειρήνης στη Σούδα, της Θεοτόκου Οδηγήτριας και του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στην Κίσαμο, του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στα Νοπήγια, του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στα Νοχιά, ενώ αναφέρονται και άλλα σε Χορδάκι, Στέρνες, Καμπάνι, Αρώνι, Χαλέπα, Μουρνιές, Νεροκούρου, Γαλατά, Παλαιόκαστρο Κισάμου και Σμύρνη.
Από τη δήλωση 1637 φαίνεται ότι ήταν η πιο πολυάριθμη μονή των Χανίων και είχε 60 ιερομόναχους, μοναχούς και υπηρέτες, το 1818 είχε 50 μοναχούς και 60 το 1860.
Στη μονή σήμερα σώζονται λίγα κειμήλια, δυο μοναχολόγια από το 1832 και το 1835, έγγραφα αλληλογραφίας και συμβόλαια.
- Η Μονή Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων.
Οικοδομήθηκε στο χώρο του ναού του Αγίου Παύλου που ανήκε στην οικογένεια των Μουρτάρων. Στην απογραφή του 1637 αναφέρεται ως μονή και ναός του Αγίου Παύλου. Οι Μουρτάροι ήταν μια από τις 63 οικογένειες προσφύγων ευγενών που κατέφυγαν στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη μετά το 1453. Ο Ιωάννης (Ιερεμίας) και ο Λουκάς (Λαυρέντιος) ήταν αδελφοί, από την οικογένεια των Τζαγκαρόλων, ορθοδόξων ευγενών βενετοκρητικής καταγωγής. Ο Ιερεμίας το 1589 ήταν απλός μοναχός στο Γδερνέτο, μάλλον μαζί με το Λαυρέντιο, αλλά έφυγαν δυσαρεστημένοι. Τότε αποφάσισαν την ανοικοδόμηση της Αγίας Τριάδας και ο Ιερεμίας μετέβη στο Άγιο Όρος για να βρει σχέδια του οικοδομήματος. Αρχικά έμεινε στη μονή Βατοπεδίου, όπου ορίστηκε ξυλοφόρος (να μεταφέρει ξύλα για τους μοναχούς) και αντέγραψε κάποια σχέδια των οικοδομών. Ύστερα πήγε στη Λαύρα, ανέλαβε το ίδιο έργο και σχεδίαζε μυστικά για αρκετό καιρό. Από μια φιλονικία μεταξύ των πατέρων σε μια φράση της Γραφής, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν κάποιος απλός μοναχός, αναγκάστηκε να αποκαλυφθεί και του επέτρεψαν να αντιγράφει σχέδια.
Η οικοδόμηση της μονής της Αγίας Τριάδος φαίνεται ότι είχε ήδη αρχίσει από τα τέλη του ΙΣΤ΄ αι. και ηγούμενος ήταν ο Λαυρέντιος, που όμως πέθανε από δηλητηρίαση στην Αγία Κυριακή Χαλέπας και ετάφη στην Αγία Τριάδα πριν την ανέγερση της μονής. Τον διαδέχτηκε στην ηγουμενία ο Ιωακείμ Σοφιανός, γόνος Χανιώτικης οικογένειας με πολιτικά δικαιώματα, που τελείωσε μεγάλο μέρος του περιβόλου μέχρι το 1610. Πέθανε αφήνοντας σημαντική περιουσία, αλλά όρισε στη διαθήκη του τα εισοδήματα να διανέμονται στους μοναχούς κατά τα πρότυπα της ιδιόρρυθμης διαβίωσης και άφησε τη διαχείριση σε λαϊκούς επιτρόπους. Άμεση συνέπεια ήταν η παραμέληση της περιουσίας της μονής, με αποτέλεσμα την καταστροφή της και την εκτροπή της σε ιδιόρρυθμη. Γι’ αυτό οι κρατικοί επίτροποι των Χανίων το 1610 υπέβαλαν αίτηση στο ρέκτορα για την οργάνωση της μονής και την ανάθεση της ηγουμενίας στον Ιερεμία, που ήταν μοναχός της Αγίας Κυριακής.
Ο Ιερεμίας πρότεινε να γίνει η Αγία Τριάδα κοινόβιο και του ανατέθηκε η ηγουμενία της για εξαετία, τον Ιανουάριο του 1611. Οι κυριότερες οικοδομικές εργασίες έγιναν μεταξύ 1622-1634. Κατασκευάστηκαν η στέρνα ανατολικά του περιβόλου και ισόγεια οικοδομήματα το 1613 (επιγραφή στην οιναποθήκη), τα κλάουστρα (τοξωτά διώροφα κελιά), το ηγουμενείο και άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού. Ο πυλώνας κατασκευάστηκε το 1634 και η πρόσοψη του Καθολικού φέρει επιγραφή 1636, άρα ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατο του Ιερεμία το 1634. Το οικοδόμημα για την εποχή, ήταν ασυνήθιστο και επιβλητικό, κτιζόταν συνεχώς επί μισό αιώνα και με προσπάθεια πολλών ανδρών, αρχόντων και ιερωμένων, λαϊκών και μοναχών.
Το καθολικό όμως δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι Τούρκοι κατάλαβαν τα Χανιά και γι’ αυτό κατασκευάστηκε ξύλινος τρούλος. Την πρώτη εκατονταετία της τουρκοκρατίας η μονή προόδευε, αλλά οι καταπιέσεις των γενιτσάρων, οι φόροι και τα χρέη την έφεραν σε πτώχευση. Στα τέλη Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι όρμησαν στο Ακρωτήρι, οι μοναχοί διέφυγαν στα βουνά και οι Τούρκοι πυρπόλησαν και ερήμωσαν τη μονή. Κάηκε ο ξύλινος τρούλος, ένας εντυπωσιακός βενετσιάνικος πολυέλαιος, με δικεφάλους και εμβλήματα του οίκου της Αυστρίας, αφιέρωμα ενός προξένου, το πλούσιο και επιχρυσωμένο τέμπλο και το κουβούκλιο της Αγίας Τράπεζας. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν και άρπαξαν εικόνες, αφιερώματα, δυο αργυρά ευαγγέλια, σταυρούς, αργυρές καντήλες, λαμπαδοστάσια, δισκοπότηρα, θυμιατά, εγκόλπια, ράβδους, μίτρες, δικηροτρίκηρα, κειμήλια, κώδικες, βιβλία, μέρος του Αρχείου, την παλιά εικόνα των Εισοδίων της Τριμάρτυρης και βεβήλωσαν τους τάφους στο παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης και στο οστεοφυλάκιο. Η μονή ερημώθηκε και μόλις το 1827 με γραπτή άδεια του Μουσταφά πασά οι ιερομόναχοι Καλλιόπιος και Γρηγόριος, Ακρωτηριανοί στην καταγωγή, εγκαταστάθηκαν στη μονή. Διαπίστωσαν όμως ότι η κατοίκησή τους δεν ήταν ασφαλής, αφού Σελινιώτες Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στο Ακρωτήρι και νέμονταν κτήματα της μονής. Έτσι την εγκατέλειψαν και επανήλθαν με γραπτή άδεια (5/11/1830), μαζί με όσους μοναχούς επέζησαν από την επανάσταση. Ανέθεσαν τη διεύθυνση της μονής στον γέροντα Ιλαρίωνα Στρατηγάκη, επισκεύασαν τα οικήματα, η μονή έγινε κατοικήσιμη και στέγασαν τον τρούλο του καθολικού.
Το 1832-33 ιδρύθηκε στη μονή Ελληνικό σχολείο και το 1862 επίσης Ελληνικό σχολείο με διευθυντή το μοναχό Ιερεμία Βερναδάκη και άλλο Ελληνικό σχολείο στα Χανιά με έξοδα της μονής, η οποία επιπλέον συντηρούσε σπουδαστές και χορηγούσε υποτροφίες. Ακόμη, η Αγία Τριάδα έδινε 30.150 γρόσια για τα σχολεία, από τα 60.000 γρόσια που έδιναν ετησίως οι τέσσερις μονές των Χανίων. Το 1892 ιδρύθηκε εδώ το Ιεροδιδασκαλείο για την εκπαίδευση Ιερέων και διδασκάλων, το οποίο μετεξελίχτηκε σε Ιερατική Σχολή το 1930.
Στην επανάσταση του 1866 πολλοί μοναχοί την εγκατέλειψαν, φοβούμενοι επιθέσεις των Τούρκων αν και η μονή προστατεύθηκε από τουρκική φρουρά και δεν υπέστη καμιά ζημιά. Το καλοκαίρι του 1889 στη μονή κατέφυγαν 2.000 χριστιανοί για να προστατευθούν. Στις 24/1/1897 οι επαναστάτες ύψωσαν στην Αγία Τριάδα την ελληνική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης η μονή αποτελούσε ξενώνα, αποθήκη και νοσοκομείο των επαναστατών, και ήταν ο κύριος τροφοδότης του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου. Ακόμη χορηγούσε τροφές στους Ακρωτηριανούς και στα περίπου 2.000 πεινασμένα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στα φαράγγια της περιοχής.
Με το Νόμο 276/1900 η μονή χαρακτηρίστηκε ως διαλυτή. Ο επίσκοπος Νικηφόρος διέταξε τους μοναχούς να εγκατασταθούν έξω από τη μονή, για τη στέγαση του ιεροδιδασκαλείου, εκείνοι όμως αρνήθηκαν προβάλλοντας το σταυροπηγιακό χαρακτήρα της και ξεκίνησε διένεξη. Από τη μια πλευρά οι μοναχοί που υποστηρίχθηκαν από τις εφημερίδες και τους βουλευτές της δυτικής Κρήτης και από την άλλη ο Νικηφόρος και ο Σύμβουλος Παιδείας και Δικαιοσύνης Α. Βορεάδης. Οι εφημερίδες των Χανίων και οι βουλευτές της δυτικής Κρήτης υποστήριξαν τη διατήρησή της, επικαλούμενοι θρησκευτικούς, εθνικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς λόγους και τις μεταποιήσεις χώρων με δαπάνες των μοναχών για το ιεροδιδασκαλείο. Το ζήτημα απασχόλησε τη Σύνοδο της Κρήτης και το Πατριαρχείο, συντάχθηκαν πρακτικά και πλήθος έγγραφα, οι μοναχοί επέμεναν και η έριδα έληξε μετά την ανασύσταση των μονών με το Ν. 553/1903. Συνολικά η συμβολή της στο έθνος και στην παιδεία ήταν εντυπωσιακή.
Ως κτίσμα είναι το εντυπωσιακότερο μοναστικό συγκρότημα των Χανίων. Είναι φρουριακού τύπου, σχηματίζει ένα μεγάλο τετράπλευρο και στο κέντρο της κυριαρχεί το εντυπωσιακό Καθολικό. Ο ναός είναι μονόχωρος τρίκογχος με τρούλο και πρόναο, και δυο μικρά παρεκκλήσια ενσωματωμένα, το νότιο των Ταξιαρχών, το βόρειο του Τιμίου Προδρόμου και άλλα δυο πάνω από τα οποία το νότιο του Τιμίου Σταυρού και το βόρειο των Αγίων Αποστόλων που εγκαινιάστηκαν το 1863. Νοτιοανατολικά του ναού υπάρχει το παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης κτισμένο το 1612. Από τα σημαντικότερα δείγματα της Κρητικής αναγέννησης, η μονή συνδυάζει στοιχεία της Ορθόδοξης μοναστηριακής πρακτικής με δυτικές αρχιτεκτονικές μορφές και έτσι εκφράζεται η σύγκλιση της βυζαντινής τέχνης με τις αναγεννησιακές τάσεις. Χαρακτηριστικά της είναι η αυστηρή συμμετρία και η χρήση μορφών από την κλασική αρχαιότητα. Στην πρόσοψη εντυπωσιάζουν οι δωρικοί κίονες με επιγραφή στο υπέρθυρο δηλωτική της αφιέρωσης «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΝ». Στο θριγκό του ναού τα γράμματα ΒΓΥΘΤΠ και στην είσοδο επιγραφή αναφέρει τους κτήτορες Ιερεμία και Λαυρέντιο και το έτος ΑΧΛΔ=1634.
Για το κτίσιμο της μονής αφιέρωσαν μεγάλες εκτάσεις οι οικογένειες των Μουρτάρων και των Τζαγκαρόλων, ο ηγούμενος Ιωακείμ Σοφιανός, ιερομόναχοι και κτηματίες σε διάφορες περιοχές των Χανίων. Τα μετόχια της κατά καιρούς ήταν ο Άγιος Παύλος (σήμερα κατασκηνώσεις), ιδιοκτησία ιερομονάχου επί Ιερεμία κτήτορος, ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων στον Παζινό που ίσως ανοικοδομήθηκε το 1637, ο Άγιος Ονούφριος στα Κουνουπιδιανά, ο Άγιος Αντώνιος στο Βόθωνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Φουρνόσχισμα, η Αγία Μονή του Σαρακήνα στις Μουρνιές, ο Προφήτης Ηλίας Μουρνιών (1637), η Χαρωδιά, το Καρύδι, η Αγιά Φωτεινή στα Τσικαλαριά, ο Άγιος Δημήτριος στις Στέρνες, η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μουζουρά, το Γενέσιο της Θεοτόκου στην Περβολίτσα (τέλη ΙΖ΄ αι.), η Κοίμηση της Θεοτόκου στα Χωραφάκια, η Μεταμόρφωση στη Λαθήρα, ο Άγιος Γεώργιος στους Φεγγίτες Ακρωτηρίου (1637), ο Άγιος Ιωάννης στο Σαμόλι και ακόμη στα Τοπόλια και στο Κακοδίκι.
Ο Tournefort γράφει ότι άλλοτε είχε 100 μοναχούς αλλά το 1700 μόνο 50, το 1778 είχε 12, το 1794 αναφέρονται πολλοί μοναχοί, πριν από το 1821 ήταν 50 μοναχοί και 13 διάκονοι, περίπου 30 την περίοδο 1838-1866 και 22 στην απογραφή του 1881.
Στο μουσείο εκτίθενται τα κειμήλια που διασώθηκαν και είναι κυρίως εικόνες, άμφια, ιερά σκεύη, χειρόγραφα, παλαίτυπα βιβλία και επίσημα έγγραφα.
- Το μετόχι του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος
Βρίσκεται κοντά στον οικισμό Γκαλαγκάδω (σήμερα Παζινός) και λειτούργησε ως μετόχι της Αγίας Τριάδας. Κατά μια εκδοχή περιήλθε στην Αγία Τριάδα μαζί με τα κτήματά του από δυο αδελφούς ευγενικής καταγωγής. Μια δεύτερη εκδοχή αναφέρει, ότι αγοράστηκε μαζί με κάποια κτήματα, επί ηγουμένου της Αγίας Τριάδας Γρηγορίου Α΄ Καραβάνου ή Καραμάνου μετά το 1658. Αργότερα κάποιος Τούρκος διοικητής, το κατέσχεσε βίαια και το πούλησε. Μετά το 1791 ο ηγούμενος της Αγίας Τριάδας Νίκανδρος Α΄, το αγόρασε και πάλι και ο μοναχός Γεδεών Γυπάκης, αγόρασε και του πρόσθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσία του. Μετά το θάνατο του Νίκανδρου, οι συγγενείς του με δικαστικούς αγώνες επιχείρησαν να το οικειοποιηθούν αλλά δεν τα κατάφεραν, αφού περιήλθε στο Γεδεών που το δώρισε στη μονή.
Το συγκρότημα αποτελεί σπάνιο δείγμα στον Ελλαδικό χώρο της δυτικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Ο περίβολος είναι οχυρωματικός και στην κεντρική αυλή υπάρχουν τα κελιά με χωριστή είσοδο. Το καθολικό είναι μονόχωρο με οξυκόρυφη καμάρα, προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά και γι’ αυτό εικάζεται ότι ίσως πρόκειται για το καθολικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, που αναφέρεται στην απογραφή του 1637. Διαθέτει στη βόρεια πλευρά, ένα μονόχωρο θολοσκεπές ελαιοτριβείο.
- Η μονή Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής του Χαρτοφύλακος
Κτίστηκε ως μικρή μονή το 1558, αλλά επανιδρύθηκε και ανακαινίστηκε μετά το 1608 από τον Ιωάννη Χαρτοφύλακα. Ο Ιωάννης αναφέρεται «δόκτωρ της Φιλοσοφίας και της Ιατρικής», ήταν γιος του Χριστοφόρου από τα Χανιά, σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Χανίων το 1595, την εποχή της πανώλης. Ο Ιωάννης αντιμετώπισε την επιδημία που έπληξε τα Χανιά με δωρεάν υπηρεσίες. Απέκτησε την Κρητική ευγένεια το 1604 και αναφέρεται μάρτυρας ή ανάδοχος σε γάμους και βαπτίσεις ευγενών, επομένως είχε υψηλή θέση στην κοινωνία και απολάμβανε γενική εκτίμηση από το λαό και τους άρχοντες. Μεταξύ 1608-1611 έλαβε από τη βενετική κυβέρνηση, άδεια κατοχής και ανακαίνισης της μονής και προικοδότησής της με αφιέρωση δικής του κτηματικής περιουσίας (Διάταγμα Λεονάρδου Δονάτου, 1611). Σε επιστολή του Ιωάννη προς τη Σύγκλητο της Βενετίας το 1608, αναφέρεται ότι το μοναστήρι είχε ανεγείρει η ευσέβεια των προγόνων του περίπου προ 50 ετών, άρα το 1558. Πράγματι στη Χρυσοπηγή πριν από το 1560 οικοδομήθηκε μονή και αγίασμα, όπου συνέρεε πλήθος λαού. Το 1584 αναφέρεται ως μονή σε επιστολή των μοναχών προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά. Η ανακαίνισή της έγινε το 1611 και η προικοδότησή της από τα κτήματα του Ιωάννη, που πέθανε όμως σε σύντομο χρόνο (τέλη του 1611 μέχρι το φθινόπωρο του 1612). Ο θάνατός του επέφερε αμέσως και την εγκατάλειψη της Χρυσοπηγής από τους μοναχούς και για κάποιο διάστημα τη διάλυση της μονής. Η χρονολογία 27/10/1612, που εγκατέλειψε ο τελευταίος μοναχός τη Χρυσοπηγή μετά το θάνατο του Ιωάννη, υπάρχει στα ερείπια της Αγίας Κυριακής. Ο Γενικός προβλεπτής Κρήτης Zian Giacomo Zane σε επιστολή του στις 27/10/1612, αναφέρει στο Δόγη ότι, δυο μέρες μετά το θάνατο του Ιωάννη οι μοναχοί εγκατέλειψαν τη Χρυσοπηγή για να αποφύγουν τις υποχρεώσεις της κοινοβιακής ζωής. Το 1637 όμως η μονή άκμαζε αφού είχε ηγούμενο το Νεόφυτο Σκορδίλη, γνωστό λόγιο, 24 μοναχούς, αρκετή περιουσία και διέθετε οικία στα Χανιά για τους επισκεπτόμενους την πόλη μοναχούς για υποθέσεις της μονής και δυο ελαιοτριβεία. Με Σιγίλλιο του Πατριάρχου Ιακώβου το 1681 ανακηρύχθηκε σταυροπήγιο μαζί με τα μετόχια της στις Μουρνιές (Άγιο Ελευθέριο, Μιχαήλ Αρχάγγελο και Αγία Παρασκευή). Ο μητροπολίτης Κρήτης Νικηφόρος Σκωτάκης (1669-1683), με συμφωνία των μοναχών προχώρησε στη συγχώνευση Χρυσοπηγής και Αγίου Ελευθερίου.
Παρά το σταυροπηγιακό προνόμιο και οι δυο μονές υπέστησαν καταπιέσεις, καταστροφές και ταπεινώσεις. Το Πάσχα του 1804 μετά τη Διπλανάσταση, έφιπποι γενίτσαροι κακοποίησαν και έσφαξαν τους μοναχούς και λεηλάτησαν τη Χρυσοπηγή. Αναφέρονται δυο ηγούμενοι που δολοφονήθηκαν πριν από το 1821, και μετά τις 19/6/1821 η Χρυσοπηγή και ο Άγιος Ελευθέριος πυρπολήθηκαν από τους Τούρκους, ενώ και τον Απρίλιο του 1822 οι Τούρκοι κατέστρεψαν περιουσίες της Χρυσοπηγής και του Αγίου Ελευθερίου.
Από τις προσωπικότητες με εθνική προσφορά ο ηγούμενος Ιερόθεος Καλογριδάκης, ήταν ο ανάδοχος του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1864. Διετέλεσε εφημέριος στα Χανιά κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1866 και με το ψευδώνυμο «Γέρω-Σταύρος» αποτέλεσε το μυστικό σύνδεσμο με τους επαναστάτες. Πρόεδρος της δημογεροντίας Σφακίων, ηγήθηκε του επαναστατικού κομιτάτου Βάμου και ήταν από τους συντελεστές της προετοιμασίας της επανάστασης του 1878. Το 1869 η Χρυσοπηγή παραχώρησε κτήματα για την ανοικοδόμηση σχολείου στα Χανιά και το 1874 μετόχια υπέρ της εκπαίδευσης των Χανίων. Τον Ιούλιο του 1889 Τούρκοι άτακτοι κατέστρεψαν περιουσίες της (σε Μουρνιές, Περβόλια, Κατσιφαριανά, Νεροκούρου). Πανικόβλητες οικογένειες κατέφυγαν στη Χρυσοπηγή και διασώθηκαν, αφού τη φρουρούσε στρατός μετά από αίτημα του ηγουμενοσυμβουλίου.
Τον Ιανουάριο του 1897 γυναικόπαιδα και 300 ένοπλοι που βρήκαν καταφύγιο στη μονή, έμειναν αποκλεισμένοι υπό την προστασία των προξένων, ώσπου τελικά απελευθερώθηκαν. Παρέμειναν στη μονή οι γεροντότεροι μοναχοί που υπέφεραν από τους Τούρκους, οι οποίοι αποχώρησαν αφού κατέστρεψαν περιουσίες.
Οι Γερμανοί το 1941 έδιωξαν τους μοναχούς μετέτρεψαν τη Μονή σε διοικητήριο και προκάλεσαν φθορές στα κτίρια. Από τότε ακολούθησε περίοδος παρακμής και το 1976, μετατράπηκε σε γυναικεία και αναστηλώθηκε.
Η μονή είναι φρουριακού τύπου, σχηματίζει τετράπλευρο με χαμηλή κυρίως δόμηση. Το καθολικό είναι ναός μονόχωρος τρίκογχος με πανύψηλο τρούλο και τη θολωτή κόγχη του ιερού πλαισιώνουν δυο μικρότεροι τρούλοι στα πλαϊνά τμήματα. Δεξιά και αριστερά μετά το νάρθηκα υπάρχουν δυο παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και την Αγία Αικατερίνη. Η πρόσοψη είναι απλή, αναγεννησιακή, με τέσσερις πεσσούς ενσωματωμένους στην οικοδομή και πάνω από την κεντρική είσοδο υψώνεται ανάλαφρο δίλοβο καμπαναριό.
Από τις πολλές πληροφορίες για τα περιουσιακά στοιχεία της Χρυσοπηγής συμπεραίνουμε ότι το 1637 είχε δυο μετόχια. Η συνένωση με τον Άγιο Ελευθέριο και το γεγονός ότι ήταν στην πεδιάδα των Χανίων, πιθανώς να συνέτειναν στην αύξηση της περιουσίας της με αφιερώσεις. Αναφέρονται κατά εποχές τα εξής μετόχια: η μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στα Βελεδιανά (αναφέρεται το 1637), η μονή Αρχιστρατήγου Μιχαήλ στη θέση Πελεκάνος των Μουρνιών (υπήρχε το 1595), η μονή της Ζωοδόχου Πηγής των μοναζουσών μέσα στις Μουρνιές η λεγόμενη «πτωχή» σε αντίθεση με τη Χρυσοπηγή, η Αγία Παρασκευή στη Γαρίπα Κυδωνίας, ο Άγιος Παύλος στο Βαντέ, η Αγία Τριάδα στον Κλαδισό και ο Άγιος Κωνσταντίνος μεταξύ Φρε και Τζιτζιφέ.
Το 1637 η Χρυσοπηγή είχε 24 μοναχούς και ηγούμενο το Νεόφυτο Σκορδίλη, το 1860 είχε 18 μοναχούς, στις αρχές του Κ΄ αι. 15, ακολούθησε φθίνουσα πορεία και λίγο πριν την μετατροπή της σε γυναικεία είχε μόνο 3.
Σήμερα στη Χρυσοπηγή λειτουργούν Εκκλησιαστικό και Λαογραφικό Μουσείο. Στο Εκκλησιαστικό Μουσείο φυλάσσονται κειμήλια (εικόνες, ιερά σκεύη, δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, σταυροί, βιβλία και ξυλόγλυπτα). Το Λαογραφικό Μουσείο περιλαμβάνει κεντήματα λαϊκής τέχνης, παραδοσιακές στολές, ξυλόγλυπτα, φωτογραφίες, πίνακες, παραδοσιακά γεωργικά εργαλεία κλπ.
Το αρχείο της μονής διαθέτει τον κώδικα «ΚΩΔΙΞ τάδε Σεβασμίας Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Θείας και Ζωοδόχου Πηγής του Χαρτοφύλακος … ΑΩΜΓ ιουλ λα΄», το «Μοναχολόγιον … μεταγραφέν τη 1822 Ιουλίου 26» και το χειρόγραφο «Διάφορα πάθη της Κρήτης Ιεροθέου προηγουμένου καλογρηδάκη» που περιέχει πολύτιμες πληροφορίες από το 1858 μέχρι το 1897.
- Το μετόχι της Αγίας Κυριακής στο Βαρύπετρο
Αναφέρεται στην απογραφή του 1637 ότι ανήκει στη Χρυσοπηγή και ίσως να ήταν παλιά μονή που προσαρτήθηκε. Στην επανάσταση του ‘21 ήταν ορμητήριο των επαναστατών. Η περιοχή παρείχε τη δυνατότητα εύκολης διαφυγής στα βουνά και άμεσης πρόσβασης στον κάμπο των Χανίων. Από την άλλη οι Τούρκοι για να φτάσουν το Θέρισο, έπρεπε να αποφύγουν το επικίνδυνο φαράγγι και να περάσουν από την περιοχή της Αγίας Κυριακής. Κυρίως οι Βασίλειος και Ιωάννης Χάλης αλλά και ο παπά Γρηγόρης Δαμινός, στην Αγία Κυριακή αμύνηκαν στις 23/6/1821. Επίσης το 1824, στον κλεφτοπόλεμο κατά του Χουσεΐν πασά, ήταν ορμητήριο των επαναστατών. Ακόμη τον Οκτώβριο του 1826, από τη Γραμβούσα οι επαναστάτες με επιδρομή έφτασαν στην Αγιά Κυριακή και από το Καστέλλι της Αγίας Κυριακής κάλεσαν του Ριζίτες για αναζωπύρωση της επανάστασης. Το 1830 η μονή είχε ερημωθεί, αλλά έμεναν σ’ αυτήν ένας ηγούμενος και πέντε μοναχοί. Το Μάιο του 1866 συγκεντρώθηκαν 12 χιλιάδες Κρήτες διαμαρτυρόμενοι και οι πληρεξούσιοι από όλη την Κρήτη και συνέταξαν Αναφορά προς το σουλτάνο τις Μ. Δυνάμεις και τις ΗΠΑ, την οποία επέδωσαν στις 15/5. Οι πληρεξούσιοι την επόμενη μέρα συνήλθαν στο ελαιοτριβείο, ορκίστηκαν μυστικότητα, διαβάστηκε το λεγόμενο Μυστικό υπόμνημα και, μετά από 8ωρες συζητήσεις και διαφωνίες, υπογράφηκε. Η μονή βεβηλώθηκε από τον τουρκικό στρατό μετά τις 21/7/1866, όπως και στις 16/7/1889 από άτακτους Τούρκους. Επιστάτης στο μετόχι της Αγίας Κυριακής διετέλεσε ο ηγούμενος της Χρυσοπηγής Ιερόθεος Καλογριδάκης.
Ως κτίσμα σχηματίζει ένα τετράπλευρο φρουριακό και στο κέντρο του υπάρχει ο μικρός μονόκλιτος ναός της Μεταμόρφωσης του Χριστού που εορτάζει και της Αγίας Κυριακής. Στη δυτική πλευρά κυριαρχεί το παλιό ελαιοτριβείο του ΙΣΤ΄ αι., που έχει μετασκευαστεί σε τράπεζα. Σήμερα η μονή στεγάζει το Κέντρο Ορθοδοξίας και Οικολογίας της Χρυσοπηγής και στους χώρους της πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά περιβαλλοντικά προγράμματα. Γύρω από το παλιό κεντρικό κτίριο στο φαράγγι υπάρχουν τα σπηλαιώδη παρεκκλήσια του Αγίου Αντωνίου, των Αγίων Επτά Παίδων, του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου και των Αγίων Κρητών Νεομάρτυρων.
- Το μετόχι του Αγίου Ελευθερίου στις Μουρνιές
Ανοικοδομήθηκε το ΙΖ΄ αι. ως ανεξάρτητη μονή. Οι μονές Αγίου Ελευθερίου, Ζωοδόχου Πηγής και Αρχιστρατήγου Μιχαήλ στις Μουρνιές είχαν κοινό ιδιοκτήτη. Πριν από το 1681 με τη σύμφωνη γνώμη των μοναχών ο Άγιος Ελευθέριος συνενώθηκε με τη Χρυσοπηγή. Ως ανεξάρτητη μονή είχε μεγάλη περιουσία και ελαιοτριβείο, η κατασκευή του οποίου ανάγεται στο 1678 (κτητορική επιγραφή πάνω από την κύρια είσοδο). Η ανέγερση των κτισμάτων της μονής πρέπει να έγινε το ΙΗ΄ αι. και σύμφωνα με την επιγραφή της εισόδου, το 1850 το κτίριο ανακαινίστηκε και προστέθηκαν δωμάτια.
Στο κέντρο του χώρου υπάρχει το καθολικό, ναός επιμήκης μονόχωρος τρίκογχος με τρούλο και με προέκταση δυτικά του κυρίως ναού που καταλήγει σε εξώστη με καμάρες ή αίθριο. Το δυτικότερο τμήμα είναι πολύ παλιότερο, ίσως του Ι΄ αι., δεν αλλοιώθηκε από τις επεμβάσεις του ΙΘ΄ αιώνα και ακολουθεί τη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική. Το 1864 στο καθολικό του βαπτίστηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος από τον ιερομόναχο Ιερόθεο Καλογριδάκη, ο οποίος ονόμαζε συνήθως τα παιδιά που βάπτιζε με το όνομα «Ελευθέριος», ελπίζοντας ότι κάποιο θα ελευθερώσει την Κρήτη.
Σήμερα η μονή είναι ερειπωμένη, αλλά έχει κριθεί διατηρητέο μνημείο. Ο εξοπλισμός του ελαιοτριβείου διασώζεται σχεδόν ακέραιος: διαθέτει δυο ελαιόμυλους με τρεις ανισομεγέθεις μυλόπετρες ο καθένας και δυο πιεστήρια.
- Η Μονή Αγίου Γεωργίου στη Χαρωδιά
H Χαρωδιά είναι κτισμένη το ΙΣΤ΄ αι., μάλλον από κάποιο εύπορο ευγενή. Αναφέρεται ότι πριν από το 1700 κατείχε ως περιουσία τη Χαρωδιά και τα κτήματά της κάποιος ιερέας. Ο γιος του ήταν ιερομόναχος στην Αγία Τριάδα στο Ακρωτήρι ονόματι Άνθιμος. Μετά το θάνατο του πατέρα του, αφιέρωσε τη μονή και την περιουσία της στην Αγία Τριάδα και έφυγε στη μητρόπολη Τυρνόβου, όπου υπηρέτησε ως αρχιμανδρίτης και εξελέγη μητροπολίτης Τυρνόβου (πρωτεύουσα της β΄ βουλγάρικης αυτοκρατορίας με σημαντική πολιτιστική επιρροή στην ανατολική Ευρώπη και πρώτη έδρα της ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας). Σε προχωρημένη ηλικία, επέστρεψε στη Κρήτη για να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του. Στο μεταξύ η Αγία Τριάδα πούλησε τη Χαρωδιά στους Σιναΐτες, για να πληρώσει τις αποζημιώσεις και τα δικαστικά έξοδα στη διένεξη που είχε με τη Λαύρα για την Αγία Μονή. Ο Άνθιμος πήγε στην Αγία Τριάδα, αλλά βρέθηκε ανάμεσα σε αδελφότητα άγνωστη σ’ αυτόν. Εξέφρασε την επιθυμία να εγκατασταθεί στη Χαρωδιά και ζήτησε μετά το θάνατό του να ταφεί στο νάρθηκα της Αγίας Τριάδας. Οι μοναχοί τον ενημέρωσαν ότι η Χαρωδιά είχε πουληθεί, αλλά με γραπτή συμφωνία να αγοραστεί πάλι στην ίδια τιμή, όταν ευπορήσει η μονή. Ο Άνθιμος εξαγόρασε τη Χαρωδιά έναντι 40 χιλιάδων γροσίων και τη δώρισε πάλι στην Αγία Τριάδα με φρικτό αφορισμό να μην πουληθεί ποτέ. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει μητροπολίτης Τυρνόβου με το όνομα Άνθιμος. Αντίθετα ο οικουμενικός πατριάρχης Αθανάσιος Ε΄ (1709-1711), που καταγόταν από την Κρήτη, εξελέγη μητροπολίτης Τυρνόβου και το 1692 μετατέθηκε Αδριανουπόλεως. Ήταν μορφωμένος, γλωσσομαθής και γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά ως πατριάρχης θεωρήθηκε φιλοδυτικός και καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο στις 4 Δεκεμβρίου 1711. Αναφέρεται ότι κατέφυγε σε μετόχι της μονής Ξηροποτάμου στο Παγώνι του Ιασίου και αφιερώθηκε στη μελέτη μέχρι το θάνατό του.
Η μονή είχε καθιερώσει να προικίζει μια άπορη κοπέλα από την περιοχή με γη και σπίτι. Όταν κάποτε προίκισε μια κοπέλα από το χωριό Πορί, εκείνη πούλησε τη γη σε οθωμανό. Η μονή υπέφερε τα πάνδεινα και η περιουσία της ακρωτηριάστηκε από τον Τούρκο. Η Χαρωδιά είχε ελαιοτριβείο, το οποίο αγόρασε μαζί με το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Μετόχια της μονής αναφέρονται ακόμη οι ναοί των Αγίων Δέκα μαρτύρων (σε σπηλιά), του Αγίου Αντωνίου (σε σπηλιά) και του Αγίου Γεωργίου και οι τρεις της τουρκοκρατίας. Στην επανάσταση του 1858 διέμενε στη Χαρωδιά ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης και προσπάθησε να τον δωροδοκήσει ο Βελή πασάς, για να κατευνάσει τους επαναστάτες, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Η μονή κατείχε τότε αρκετή εύφορη περιουσία (950 ελιές και ένα περιβόλι με δική του πηγή). Σήμερα σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση ο ναός του Αγίου Γεωργίου, μονόχωρος με δίλοβο καμπαναριό και λίγα κελιά, αλλά οι περισσότεροι χώροι είναι ερειπωμένοι.
- Η μονή του Τιμίου Προδρόμου Κορακιών
Η γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Κορακιές ή μονή Καλογραιών, είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Υπήρχε το 1595, αλλά δεν περιλαμβάνεται στην απογραφή του 1637, ενώ είναι γνωστό ότι λειτουργούσε το 1645. Αναφέρεται ως συνέχεια της γυναικείας μονής του Αγίου Ματθαίου στα Φρούδια, που ήταν μια από τις δυο γυναικείες μονές της Κρήτης επί βενετοκρατίας. Φαίνεται όμως ότι για μισό αιώνα υπήρχαν παράλληλα και οι δυο, ίσως η μια ως μετόχι της άλλης. Η μονή του Αγίου Ματθαίου λέγεται ότι είχε ιδρυθεί από βυζαντινό αυτοκράτορα και ήταν κοντά στην Αγία Κυριακή στα Βλυχάδια. Οι πειρατικές επιδρομές όμως ανάγκασαν τις μοναχές να μετακινηθούν στο λόφο του Αγίου Ματθαίου, όπου έκτισαν νέα οικοδομήματα. Η μονή στον Άγιο Ματθαίο είχε 100 μοναχές, αλλά καταστράφηκε μάλλον το 1645.
Στα τέλη Ιουνίου του 1821 οι Τούρκοι εξόρμησαν στο Ακρωτήρι, κατέστρεψαν τη μονή Κορακιών, ατίμασαν και σκότωσαν τις μοναχές. Τα κτήματά της τα παρέλαβε το Γουβερνέτο και τα συμπεριέλαβε στον κώδικά του. Το 1840 τρεις μοναχές ανήγειραν το ναό και λίγα κελιά με δικές τους δαπάνες και αργότερα πρόσθεσαν κι άλλα. Οι μοναχές συντηρούνταν από την επισκοπή και από το Γουβερνέτο, το οποίο όμως δεν επέστρεψε τα κτήματα στις Κορακιές. Το 1866 κατέφυγαν στους Λάκκους δυο μοναχές από τις Κορακιές, η Καταφυγή Σηφοπούλα και η Χριστονύμφη Κατοπούλα, που ακολουθούσαν τους επαναστάτες και προσέφεραν σημαντικές υπηρεσίες στον αγώνα. Επέστρεψαν στη μονή με άδεια του επισκόπου Κυδωνίας Γαβριήλ μετά τη λήξη της επανάστασης. Το 1880 υπήρχαν 20 μοναχές και το 1888 κτίστηκε ο περίβολος και ο ξενώνας. Στην επανάσταση του 1897 οι Κορακιές συνέβαλαν στη διατήρηση του Επαναστατικού στρατοπέδου Ακρωτηρίου. Στις 24/1 οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό Κορακιές, περιέχυσαν το λάδι για να πυρπολήσουν τη μονή, αλλά οι χριστιανοί τους απέτρεψαν. Η μονή εκκενώθηκε, έγινε έδρα του στρατοπέδου, κέντρο της επαναστατικής δράσης και στρατώνας. Οι μοναχές κατέφυγαν στην Αγία Τριάδα, υπηρέτησαν στο εκεί νοσοκομείο και στην τροφοδοσία του στρατοπέδου, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στον Προφήτη Ηλία. Στη μονή εκκλησιαζόταν το στρατόπεδο, έγιναν οι κυριότερες λατρευτικές εκδηλώσεις και στους χώρους της θάφτηκαν πολλοί από τους νεκρούς των μαχών. Στις 2 Φεβρουαρίου και στις 22 Μαρτίου 1897 έγιναν επιθέσεις των Τούρκων στις Κορακιές χωρίς αποτέλεσμα και στις 25/3 γιορτάστηκε πανηγυρικά, για πρώτη φορά σε ελεύθερο τμήμα της Κρήτης, η εθνική επέτειος στον Άγιο Ιωάννη και ο Χρύσανθος Τσεπετάκης εκφώνησε ένα σπουδαίο πανηγυρικό. Οι μοναχές επανήλθαν στη μονή τον Αύγουστο 1897, όταν υπήρχε ασφάλεια στην περιοχή. Σε σημειώματα του Επαναστατικού Στρατοπέδου αναφέρεται τροφοδοσία του και από τη μονή Κορακιών. Το καθολικό της είναι δίκλιτο και κτίστηκε το 1840.
- Η Μονή Αγίου Γεωργίου στο Καρύδι
Ένα από τα 48 χωριά της καστελανίας Αποκορώνου αναφέρεται το Καρύδι Άγιος Γεώργιος. Ήταν ένας μικρός οικισμός, νότια του Βάμου και σε μικρή απόσταση από τη σημερινή μονή του Αγίου Γεωργίου, στην περιοχή που ονομάζεται και σήμερα Καρύδι, και θα πρέπει να ταυτιστεί με τα θεμέλια και το κοιμητήριο που ήρθαν στο φως πριν από μερικά χρόνια. Τις πρώτες πληροφορίες για τον οικισμό βρίσκομε στο Francesco Barozzi το 1577 και στην απογραφή του 1637 ο πρεσβύτερος Γεωργιλάς Κλαδάς δηλώνει τον ναό του Αγίου Γεωργίου του οικισμού.
Πριν από τις 1/9/1782 αναφέρεται ότι ο ηγούμενος της Αγίας Τριάδας Παρθένιος Α΄, με δικά του έξοδα αγόρασε το μετόχι Καρύδι. Σύμφωνα με παραδόσεις που ανάγονται στην τουρκοκρατία, ο οικισμός διαλύθηκε όταν οι Τούρκοι ανάγκασαν τους κατοίκους του να τον εγκαταλείψουν ή να αλλαξοπιστήσουν. Ο ιερέας του χωριού για να αποφύγει τους φόρους και τη μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί, την αφιέρωσε μαζί με την περιουσία της στη μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων. Το Καρύδι έγινε το πλουσιότερο και σημαντικότερο μετόχι της Αγίας Τριάδας και τη σπουδαιότητά του δείχνουν οι δωρεές και κυρίως οι επανειλημμένες αγορές κτημάτων το ΙΘ΄ αι. (1815-1830-1838-1848-1853-1854).
Πριν από το 1858 με φροντίδα του ηγουμένου της Αγίας Τριάδας Γεράσιμου Στρατηγάκη, έγινε η μεγάλη δεξαμενή και άρχισε η οικοδομή του ελαιοτριβείου σε σχέδια του ίδιου του ηγουμένου, σύμφωνα με επιγραφή. Το 1863 ολοκληρώθηκε το ελαιοτριβείο, ένα επίμηκες κτίσμα, η στέγη του οποίου στηριζόταν σε δώδεκα καμάρες, με τέσσερις ελαιόμυλους που ο καθένας είχε τέσσερις μυλόπετρες (σήμερα σώζονται μόνο οι βάσεις). Το ελαιοτριβείο είναι μοναδικό στην Κρήτη και, μαζί με τις αποθήκες, τα κελιά και τους άλλους χώρους, μαρτυρεί μεγάλη παραγωγή λαδιού. Μετά το 1860 νοικιάστηκαν τα κτήματά του προς 142.000 γρόσια για μια τετραετία και αγοράστηκαν σπίτια, μια δεξαμενή και 556 ελαιόδενδρα. Τις παραμονές όμως του 1866, συγκλόνισε τη μονή το ζήτημα των χρεών και η φυλάκιση του Μισαήλ Παπαδογιωργάκη που ήταν οικονόμος στο Καρύδι. Με κακόβουλη διαχείριση και απείθεια προκάλεσε την επέμβαση των δικαστηρίων και του Ισμαήλ πασά. Στις 10 Οκτωβρίου 1866, λίγο πριν την επίθεση των Τούρκων στο Βαφέ, ένα σώμα τουρκικού στρατού πυρπόλησε το Καρύδι και στις 1/7/1868 οι Τούρκοι σε αντίποινα για τις επιθέσεις των επαναστατών στον Αποκόρωνα πυρπόλησαν πάλι τη μονή. Τέλος, το Φεβρουάριο του 1878 οι επαναστάτες απέτρεψαν σχέδιο των Τούρκων να λεηλατήσουν το μοναστήρι, να αρπάξουν τα ζώα και να σκοτώσουν το μοναχό και τότε οικονόμο Γεράσιμο Σφακιωτάκη.
Το 1900 η μονή εγκαταλείφθηκε και το 1905 η περιουσία της νοικιάστηκε σε αγρότες της περιοχής. Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, δόθηκε στο Εφεδρικό Ταμείο το 1922 και μοιράστηκε σε έφεδρους των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας. Μέχρι το 1989, όταν άρχισε η προσπάθεια αναστήλωσής της, η μονή ήταν έρημη και η περιουσία της είχε καταπατηθεί.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, απλός, μονόχωρος, με δίλοβο καμπαναριό, είναι κτισμένος περίπου το 1850. Από το 1996 έχουν αναστηλωθεί αρκετά κτίσματα και σήμερα λειτουργεί ως ανεξάρτητη μονή.
- Το μετόχι της Αγίας Μονής του Σαρακήνα στις Μουρνιές
Kτίστηκε μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τους σαρακηνούς και πριν το 1000. Η μονή ανήκε σε κάποιο λαϊκό γέροντα από τις Μουρνιές, που αφιέρωσε την περιουσία του και την Αγία Μονή στην Αγία Τριάδα των Τζαγκαρόλων με αντάλλαγμα να τον γηροκομήσει η μονή. Η Αγία Τριάδα ήταν κοινόβιο και δεν επιτρεπόταν να μαγειρεύει κάποιος ιδιωτικά. Ο γέροντας μαγείρευε κρέας σε περίοδο νηστείας και διαπληκτίστηκε με τον ηγούμενο ο οποίος τον προσέβαλε, θεωρώντας ότι σκανδάλιζε τους μοναχούς και τους εργάτες που διέμεναν στη μονή. Ο γέροντας αποφάσισε να φύγει από την Αγία Τριάδα και ορκίστηκε μπροστά στους μοναχούς ότι θα αφιερώσει τα κτήματά του στον πρώτο μοναχό που θα συναντήσει. Πράγματι συνάντησε ένα αγιορείτη της Αγίας Λαύρας που είχε έρθει στην Κρήτη για ελεημοσύνες και αφιέρωσε την Αγία Μονή στη Λαύρα. Ο μοναχός παρέλαβε τα κτήματα και έδιωξε τους Αγιοτριαδίτες. Μετά το θάνατο του γέροντα, άρχισε φιλονικία των δύο μονών, της Αγίας Τριάδος με τη Λαύρα, αφού η Αγία Τριάδα ισχυριζόταν ότι η Αγία Μονή της ανήκει επειδή πρωτοαφιερώθηκε σ’ αυτήν. Η Λαύρα προσέφυγε στο Πατριαρχείο, η διένεξη έφτασε στα δικαστήρια και μετά από πολύχρονο δικαστικό αγώνα η Λαύρα κέρδισε. Η δικαστική διεκδίκηση πρέπει να άρχισε πριν το 1645, και η Λαύρα κατέστησε μετόχι την Αγία Μονή με Πατριαρχικό Γράμμα το 1659. Η Αγία Τριάδα για να πληρώσει τις αποζημιώσεις και τα δικαστικά έξοδα, αναγκάστηκε να πουλήσει το μετόχι της Χαρωδιάς. Γενικά οι πληροφορίες πάντως που υπάρχουν για την Αγία Μονή είναι περίεργες και αντιφατικές. Σημείωμα του 1720 γράφει ήταν μετόχι της Λαύρας και το 1645 παραδόθηκε στην Αγία Τριάδα. Σε άλλο σημείωμα της Αγίας Μονής του 1729, αναφέρεται ότι ο παπά Αντώνιος από την Τήνο και ο παπά Μελχισεδέκ των Μολιμπάρων (Μουρτάροι) κουρά της Λαύρας, έκτιζαν στον κάβο Μελέχα την Αγία Τριάδα το 1650. Ίσως υπήρχε σχέση της Αγίας Τριάδας με τη Λαύρα και γι’ αυτό μόναζε ο Ιερεμίας Τζαγκαρόλος στην μονή Λαύρας στο Άγιο Όρος και επίσης να τοποθετήθηκε ο Μελχισεδέκ Μουρτάρος που ήταν μοναχός της Αγίας Τριάδας στην Αγία Μονή. Ο Μεχλισεδέκ πέθανε πολύ πριν το 1645 και οι Μουρτάροι ήταν αφιερωτές κτημάτων.
Η Αγία Μονή υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του ΙΘ΄ αι., ιδίως στην περιουσία της και καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 1896, όταν οι Τούρκοι κατεδάφισαν μεγάλο μέρος της, όπως και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Στις 2/11/1905 μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των επαναστατών του Θερίσου υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και των Μεγάλων Δυνάμεων, υπογράφηκε στην Αγία Μονή μια σημαντική συμφωνία. Εξασφαλίστηκε αμνηστία για τους επαναστάτες και οι Δυνάμεις δεσμεύτηκαν να επεξεργαστούν χάρτη παραχωρήσεων, γεγονός που αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Το συγκρότημα της μονής είναι σχετικά μικρό και τα κτίσματα είναι στη δυτική και στη βόρεια πλευρά. Το καθολικό είναι στο κέντρο του χώρου, απλό, μονόχωρο, κτισμένο το ΙΣΤ΄ αι. και αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
- Το μετόχι της Αγίας Τριάδος Περιβολίων
Ονομάζεται και Αγία Τριάδα των Κήπων και μαρτυρείται από τη β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204). Η μονή αναφέρεται στην απογραφή του 1637, όταν τη δήλωσε ο ιερομόναχος οικονόμος Νεκτάριος Ρώσσης, χωρίς να αναφέρει μοναχούς παρά μόνο λίγα περιουσιακά στοιχεία. Επί τουρκοκρατίας πρέπει να αφιερώθηκε στη μονή Σινά για να διαφυλάξει την περιουσία της από τους Τούρκους. Από το 1817 όταν ξέσπασε στα Χανιά Βουβωνική πανώλη μέχρι το 1821 ο επίσκοπος Καλλίνικος Σαρπάκης, η οικογένεια του οποίου αφανίστηκε, είχε μετακομίσει στο Σιναϊτικό μετόχι. Η μονή πρόσφερε στην Κρήτη μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της επανάστασης του 1821, με τεράστια εθνική προσφορά στον αγώνα για την ελευθερία, τον ιερομόναχο Νεόφυτο Οικονόμο (1787-1833). Καταγόταν από το Βενεράτο, ήταν μοναχός στο Σινά και στάλθηκε το 1819 ως οικονόμος στην Αγία Τριάδα. Ίσως μυήθηκε στη Φιλική εταιρεία από τον Καλλίνικο Βερροιαίο, με την έναρξη της επανάστασης εγκατέλειψε τη μονή, έλαβε μέρος στη Συνέλευση στη Θυμιανή Παναγία και στάλθηκε στην Ελλάδα για να ζητήσει εφοδιασμό της Κρήτης. Επιλέχθηκε γενικός γραμματέας του αρχηγού Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και από τις 15/11/1821 ορίστηκε Προσωρινός Γενικός Έπαρχος. Πολέμησε στην Πελοπόννησο (1824-25), ήταν από τους ηγέτες στην πετυχημένη εκστρατεία του 1825, και διετέλεσε αντιπρόσωπος της Κρήτης στη Βουλή των Ελλήνων στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και στη Συνέλευση της Πρόνοιας. Διετέλεσε αντιπρόσωπος της επαρχίας Μαλεβιζίου στο Κρητικό Συμβούλιο (1828), μέλος της Επιτροπής των Ανατολικών Επαρχιών, πρόεδρος στις Συνελεύσεις στις Μαργαρίτες και στη Ρογδιά (1830) και μέλος της επιτροπής για την ένωση, που όρισε το Κρητικό Συμβούλιο. Κατέφυγε στην Πελοπόννησο κυνηγημένος από τους Τούρκους και πέθανε στο Ναύπλιο (17 Ιανουαρίου 1833), σε ηλικία 46 ετών.
Από τότε η μονή ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Το 1889 όταν κατέφυγαν εδώ πανικόβλητα γυναικόπαιδα, πολιορκήθηκαν από Τούρκους άτακτους και σώθηκαν με την επέμβαση του στρατού. Η μονή είχε πάντα αγροτικό χαρακτήρα, όπως μαρτυρούν οι χώροι της (ελαιοτριβείο, αποθήκες, κλπ). Στον ανατολικό τοίχο του περιβόλου, επιγραφή μαρτυρεί ανακαίνιση από κάποιο μοναχό Μισαήλ με χρονολογία ΑΧΜΓ=1643. Στις αρχές Ιουλίου του 1901 σε δημοσίευμα εφημερίδας αναφέρεται ότι έγιναν τα εγκαίνια της μονής ίσως μετά από ανακαίνιση του μονόχωρου καθολικού. Σήμερα είναι ανακαινισμένη και διαθέτει αξιόλογη αγροτική περιουσία.
- Το μετόχι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στα Άπτερα
Μετά το θάνατο του οσίου Χριστοδούλου (1093), ιδρυτή της μονής της Πάτμου, επί αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118), της παραχωρήθηκε με αλλεπάλληλα χρυσόβουλα, ποσότητα 300 μόδια σιταριού (μοναστηριακός μόδιος =889 τμ. γης ή 10,24 κιλά), και 24 νομίσματα. Επί Μανουήλ Κομνηνού (1143-1176), η ποσότητα αυξήθηκε σε 700 μόδια σιταριού και 48 νομίσματα και από το 1176 με αυτοκρατορική εντολή η μονή θα εισέπραττε δυο λίτρες τρικέφαλα νομίσματα. Μετά από 20 χρόνια, σε γράμμα του ηγουμένου της Πάτμου προς τον αυτοκράτορα αναφέρεται η ύπαρξη ακινήτου στην Κρήτη, που είχε παραχωρηθεί από τον Ισαάκιο Γ΄ Άγγελο (1185-1195), στον επίσκοπο Καλαμώνος ο οποίος ανήγειρε το ναό του Αγίου Νικολάου και εγκατέστησε 4-5 μοναχούς. Μετά το θάνατό του ηγουμένου το ακίνητο παραχωρήθηκε από το Δούκα της Κρήτης σε κάποιο ντόπιο Χορτάτζη και οι μοναχοί ζητούσαν να τους δοθεί για να καλλιεργήσουν σιτάρι. Ο Αλέξιος Άγγελος το 1196 το απέδωσε στη μονή της Πάτμου για τη συντήρηση του μετοχιού στο Παλιόκαστρο και τα περισσεύματα θα πήγαιναν στη μονή της Πάτμου. Το 1219 στη συνθήκη του Δούκα της Κρήτης Domenico Delphino με τους Κωνσταντίνο Σεβαστό Σκορδίλη και Θεόδωρο Μελισσηνό, αναφέρονται μοναχοί της Πάτμου στην Κρήτη. Σε έγγραφο του Δόγη της Βενετίας Ranier Zen (1267), σημειώνεται ότι στο μετόχι του Στύλου οι μοναχοί να είναι ελεύθεροι στη κτήση τους. Το μετόχι αναφέρεται σε επόμενα έγγραφα (1271, 1307, 1321), και από το ΙΣΤ΄ αι. αναφέρεται στο αρχείο της Πάτμου ότι βρίσκεται στο Στύλο και στο Παλαιόκαστρο. Οι εγκαταστάσεις χρονολογούνται από τον ΙΖ΄ αι. και σαφέστερες αναφορές υπάρχουν το ΙΘ΄ αι. (περί λόφου των Απτέρων, Παλαιοκάστρου και μονής στα Μεγάλα Χωράφια).
Από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο ανήκε στην Πάτμο ο Στύλος και η εκκλησία των Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Αγίου Νικολάου. Το μετόχι (από το Παλαιόκαστρο μέχρι το Στύλο), είχε δυο μοναχούς το 1629 και πάντα υπήρχαν ένας με δυο μοναχοί. Στη δεκαετία του ’50 μεγάλο μέρος από τα κτήματα της μονής πουλήθηκαν με συμβολικό τίμημα σε αγρότες της περιοχής και το 1964 εγκαταλείφθηκε. Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Παλαιόκαστρο είναι μονόχωρος χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία.
- Η ερειπωμένη μονή της Αγίας Κυριακής
Η μονή της Αγίας Κυριακής ήταν κτισμένη ανατολικά της Χαλέπας στη θέση Βλυχάδια ή Ταμπακαριά, ήταν το παλιότερο μοναστήρι του Ακρωτηρίου και διαδραμάτισε κύριο ρόλο στην ίδρυση των μεγάλων μονών (Γδερνέτου και Αγίας Τριάδος). Σε έγγραφο του 1612 αναφέρεται ρητά ότι είχε πάνω από εκατό χρόνια ύπαρξης. Στις αρχές του ΙΖ΄αι. είχε 20 μοναχούς, αναδιοργανώθηκε και ζήτησε άδεια προσάρτησης κτηματικής περιουσίας. Για την ικανοποίηση του αιτήματος αναφέρεται ότι ο ονομαστός μοναχός του Γδερνέτου Μητροφάνης Φασιδώνης ήταν έτοιμος να μεταβεί στην Βενετία για να το υποστηρίξει. Οι μοναχοί ζούσαν με τάξη, η μονή ήταν οργανωμένη, λειτουργούσε ως κοινόβιο και ήταν παράδειγμα που έχαιρε εκτίμησης από τις Βενετικές αρχές. Το 1610 ανατέθηκε η οργάνωση της Αγίας Τριάδος στον Αγιοκυριακίτη μοναχό Ιερεμία Τζαγκαρόλο που δέχτηκε, αφού συμφώνησαν οι επίτροποι της διαθήκης του Ιωακείμ Σοφιανού, ο Γενικός Προβλεπτής και οι μοναχοί της Αγίας Κυριακής. Η επίδραση της Αγίας Κυριακής στις άλλες μονές φαίνεται από έγγραφο του 1615, κατά το οποίο οι μοναχές του Αγίου Γεωργίου Κερατιδιώτη αντιτάχθηκαν στην ανάθεσή τους στη δικαιοδοσία της Αγίας Κυριακής και διαμαρτύρονταν για την υπαγωγή τους σε κοινόβιο. Κατά την απογραφή του 1637, η μονή άκμαζε, είχε 29 μοναχούς και δυο μετόχια του Χριστού στον Ασπαλαθέ Σούδας και της Αγίας Τριάδας στον Κλαδισό.
Με την έναρξη της ηγουμενίας του Ιερεμία στην Αγία Τριάδα (1611), αποφασίστηκε το σύμψηφο των μοναχών της Αγίας Κυριακής και της Αγίας Τριάδας για την εκλογή των ηγουμένων τους (θα ψήφιζαν οι μοναχοί κάθε μονής και τέσσερις μοναχοί της άλλης).
Η μονή αποτυπώνεται στους χάρτες του Z. Cornev 1625 και του Boschini λίγο αργότερα. Πρέπει να ήταν φρουριακού τύπου με πύργους και μεγαλόπρεπο καθολικό, μονόχωρο τρίκογχο με τρούλο.
Η Αγία Κυριακή πρέπει να κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους στα μέσα ΙΖ΄ αι., ίσως γιατί έπαιξε ρόλο στην άμυνα των Χανίων και από τότε δεν αναφέρεται καθόλου. Σήμερα σώζονται στα Ταμπακαριά ίχνη από τη θεμελίωση των κτιρίων και του καθολικού, ανατολικότερα του οποίου είναι ο ναΐσκος της Αγίας Κυριακής, που μάλλον ήταν μέσα στον περίβολο της μονής.
+ πρωτ. Μιχαήλ Βλαβογιλάκης
θεολόγος – ιστορικός