Σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Graz
Οἱ πολλαπλές ἀρνητικές ἀντιδράσεις ὁρισμένων κατά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γενικά ἤ κατά συγκεριμένων θέσεων πού ἀνευρίσκονται στά κείμενα ἔχουν καί ἕνα θετικό στοιχεῖο. Δίδουν ἀφορμή ἤ μᾶλλον προκαλοῦν ἀπαντήσεις, οἱ ὁποῖες δέν φανερώνουν μόνο τό ἀβάσιμο τῶν ἐπιχειρημάτων τους καί τό φανατισμένο κίνητρό τους, ἀλλά δίδουν καί τήν εὐκαιρία γιά τήν ὀρθόδοξη δατύπωση τῆς πίστεώς μας χωρίς προκαταλήψεις καί πολεμικές.
Οἱ ποικίλες ἀρνητικές ἀντιδράσεις για τήν ἀπόδοση τοῦ ὅρου «έκκλησία» στίς ἑτεροδόξες Ἐκκλησίες ἀποδεικνύει πράγματι, ὅτι οἱ ὑποστηρικτές αὐτῆς τῆς ἀπολογητικῆς στάσεως ἀγνοοῦν τελείως τίς συνέπειες τῆς ἀπαιτήσεώς των. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Θεολογία τῶν ἁγίων καί ἱερῶν Πατέρων καί τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καί εἶναι λυπηρόν τό γεγονός, διότι οἱ μειοψηφοῦντες ἐπέβαλαν στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος αὐτές τίς νεωτερίζουσες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες βέβαια εἶναι ἀνεφάρμοστες καί πολύ ἐπιζήμιες γιά τήν Ὀρθοδοξία γενικώτερα.
Ἡ ἐξέλιξη τῆς Ἐκκλησιολογίας
Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἀνάγκη να ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ κλάδος τῆς Δογματικῆς πού ἀσχολεῖται σήμερα μέ τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ «Ἐκκλησιολογία» εἶναι νεώτατος σέ σύγκριση μέ τό ὅλο οἰκοδόμημα τῆς Θεολογίας.[1] Μάλιστα ἀκόμη καί στή δεκαετία τοῦ 1960 δέν ἐγνώριζαν, ἐάν ἀνήκει στόν εὐρύτερο κλάδο τῆς Δογματικῆς.[2]
Στή Δύση ἄρχισαν νά σχολοῦνται μέ τόν ὁρισμό τῆς Ἐκκλησίας τόν 16ο αἰῶνα μετά τήν Μεταρρύθμιση γιά ἀπολογητικούς καί πολεμικούς λόγους κατά τῆς Μεταρρυθμίσεως. Ἡ συστηματική ἔρευνα γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ Ἐκκλησιολογία, ἄρχισε νά ἐξελίσσεται μετά ταῦτα πρῶτα στή Δύση ἀπό τήν Σχολαστική Θεολογία(!)[3]. Μόλις τόν 20ο αἰῶνα ἀναπτύσσεται συστηματικά πάλι στή Δύση και στη συνέχεια στήν Ἀνατολή καί ἀσφαλῶς καί στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Γιά τόν λόγο αὐτό χαρακτηρίζεται ὁ 20ός αἰῶνας ἀπό ὀρθοδόξους[4], καθολικούς καί προτεστάντες [5] καί ὡς «αἰῶνας τῆς Ἐκκλησιολογίας».[6] Ἡ συστηματικώτερη ἐνασχόληση στήν ὀρθόδοξη Θεολογία προωθήθηκε ἀπό τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Ἰωάννη Καρμίρη, γνώστη καί θιασώτη καί τῆς πατερικῆς Θεολογίας, μέ τούς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νά δημοσιεύουν καί διδακτορικές ἐργασίες, ἐρευνῶντας κυρίως ἔργα τῶν ἱερῶν Πατέρων. Ἐξάλλου ὁ ίδιος χαρακτηρίζει τό μνημειῶδες ἔργο του ὡς «πρώτη παρ’ ἡμῖν τοιαύτη προσπάθεια,» «ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι θέλει ἀποβῇ χρήσιμον εἴς τε τούς ὀρθοδόξους θεολόγους καί εἰς τούς ἐπιθυμοῦντας νά γνωρίσωσι τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν καί ἀναζητοῦντας βάσιν τοῦ θεολογικοῦ μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν διαλόγου ἑτεροδόξους θεολόγους.»[7]
Ἀπό όρθοδόξου πλευρᾶς δέν νοεῖται βέβαια Ἐκκλησιολογία χωρίς τήν Τραδολογία, τήν Χριστολογία, τήν Πνευματολογία καί τήν Σωτηριολογία. Ὅλες αὐτές οἱ πτυχές εὑρίσκονται μεταξύ των σέ μία περιχωρητική σχέση, χωρίς τή δυνατότητα ἀπομονώσεως καί ἀποκλειστικότητος.
Τό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας
Καί μέ τίς ἔρευνες αὐτές διαπιστώθηκε, ὅτι στήν μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ὑπάρχει ἀκριβής ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτε ἡ Ἁγία Γραφή[8] οὔτε οἱ Ἐκκλησιαστικοί Πατέρες προσπάθησαν ποτέ νά δώσουν ἕναν ἀκριβῆ καί συστηματικό ὁρισμό γιά τό τί εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας! Οἱ ἴδιοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν Ἐκκλησία πάντα μεταφορικῶς μέ σύμβολα καί εἰκόνες κυρίως ἀπό τήν καθημερινή ζωή.[9] «Ὡς ἐν εἰκόνι τήν Ἐκκλησίαν ὑπογράφοντες, μεταφορικῶς χρώμενοι τόν λόγον.»[10] Ἐπίσης καμμία Σύνοδος, οὔτε Τοπική οὔτε Οἰκουμενική ἐδογμάτισε τό τί εἶναι Ἐκκλησία!
Συνεπῶς, συνείδηση ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καί πρέπει νά εἶναι καί μέχρι σήμερον στή Θεολογία μας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μυστήριον μή ὁριζόμενο καί περιοριζόμενο, διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει θείαν τήν προέλευση καί ἀποτελεῖ βίωμα, ἀποτελεῖ ζωή. Καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός τονίζει, ὅτι «πλήρης ὁρισμός καί σαφής προσδιορισμός τῆς Ἐκκλησίας τυγχάνει πάντη ἀδύνατος.»[11] Ἤδη ὁ Ὠριγένης χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία Μυστήριον.[12] Τά αὐτά ἀναφέρει ὁ Ἰ. Καρμίρης, ὁ ὁποῖος μάλιστα τονίζει, ὅτι τό Μυστήριον αὐτό «εἶναι ἀκατάληπτον ὑπό τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ!» [13] Τό ὅτι, ἐξάλλου, δέν εἶναι δυνατόν νά ὁρισθεῖ καί νά καθορισθεῖ ἀποτελεῖ τήν ἰσχυρότερη ἀπόδειξη τοῦ μυστηριακοῦ καί ὑπερφυσικοῦ της χαρακτῆρα.
Ἡ Ἁγία Τριάς ἀρχή καί πηγή τῆς Ἐκκλησίας
Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία ὡς Μυστήριο, πού ἔχει οὐράνια τήν προέλευσή της στόν Τριαδικό Θεό, «πρό χρόνων αἰωνίων», ὑπερέχει κάθε ὁρισμοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πηγή καί τήν ἀρχή της στόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό πρό χρόνων αἰωνίων. «Καί ἔτι τά βιβλία τῶν προφητῶν καί οἱ ἀπόστολοι τήν ἐκκλησίαν οὐ νῦν εἶναι, ἀλλά ἄνωθεν. ἦν γάρ πνευματική…ἐφανερώθη δέ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ἵνα ἡμᾶς σώσῃ.»[14]
Ὁ Παράδεισος ἐπίγεια ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπινου γένους
Αὐτή ἡ.Ἐκκλησία ἡ πνευματική εἶχε τήν ἀρχήν της ἐπί γῆς στόν Παράδεισο ἀπό τή Δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων, δηλαδή τῶν γονέων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅπως τονίζουν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε πλήρης κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὅπου ὁ Θεός πρός τόν ἄνθρωπον ὡς «φίλος φίλῳ διελέγετο,» κατά τόν Ἰωάννη Χρυσόστομον.[15] Ἔτσι χαρακτηρίζεται ἡ ζωή στόν Παράδεισο, ὡς Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων, εἶναι ἡ κοινωνία τῶν δικαίων καί ὁ ἱερός τόπος, στόν ὁποῖον ἐφυτεύθη ἡ Ἐκκλησία. Καί ὁ Τερτυλλιανός λέγει, ὅτι ὁ Ἀδαμ εἶναι „translatus in paradisum jam tunc de mundo in ecclesiam.“[16] Ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, παραπέμπων καί εἰς τόν Ὠριγένην τονίζει: «Ἡ πνευματική Ἐκκλησία μετεφυτεύθη ἐπί τῆς γῆς κατά τήν δημιουργίαν τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί ἠκολούθησεν ἔκτοτε τήν ἱστορίαν τοῦ περί ἀνθρώπου σχεδίου τοῦ Θεοῦ.»[17]
Ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἔστω καί «μεμελανωμένη», ἡ ὁποία «διετηρήθη διά τῆς χάριτος καί τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ…»[18] Πατερική καί ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι τό γεγονός, ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων δέν κατεστράφη ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ἀλλά ἠμαυρώθη. Ὁ Μέγας Άθανάσιος τονίζει, ὅτι τό κατ’ εἰκόνα ἐσκοτίσθη καί ἐκρύβη, ὅπως συμβαίνει καί στόν καθρέπτη «ἡ ἐπιθόλωσις τοῦ κατόπτρου»,[19] χωρίς ὅμως νά χάσει ὅλες τίς ἱκανότητες τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως καί τῆς θείας χάριτος καί στήν μετά ταῦτα ἱστορική του πορεία.
Γιά τήν ἱστορική αὐτή πορεία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὁ ἱ. αὐτός πατήρ ἐπίσης τό συνεχές καί ἀδιάκοπον τῆς Θείας Χάριτος: «Καί γάρ Ἀδάμ προλαμβάνων τήν χάριν καί ἅμα τῷ γενέσθαι τιθείς ἐν τῷ παραδείσῳ οὐδέν διήνεγκεν οὔτε τοῦ Ἐνώχ, ὅς μετά χρόνον τῆς γενέσεως εὐαρεστήσας μετετέθη, οὔτε τοῦ ἀποστόλου καί αὐτοῦ μετά τάς πράξεις ἁρπαγέντος εἰς τόν παράδεισον, ἀλλ’ οὐδέ τοῦ ποτε ληστοῦ, ὅς διά τήν ὁμολογίαν ἐπαγγελίαν ἔλαβεν εὐθύς εἰς τόν παράδεισον ἔσεσθαι.»[20] Καί ὁ Εὐσέβειος Καισαρείας ἀναφέρεται σέ αὐτήν τήν ἂδιάκοπη συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στόν Παράδεισο. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ παρατήρησή του, ὅτι ὑπάρχει μία ἀδιάκοπη συνέχεια δικαίων ἀνθρώπων, ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τούς πρωτοπλάστους. Καί ἐάν, συνεχίζει ὁ ἴδιος, ἀποκαλοῦσε κάποιος τούς ἀνθρώπους αὐτούς, τούς δικαίους, χριστιανούς ὄχι κατ’ ὄνομα, ἀλλά κατά τήν ζωή των, δέν θά εὑρίσκετο μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια.[21]
Γιά τό ἑνιαῖον ἄλλωστε σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Τί δέ ἔστιν σῶμα: Οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί ὄντες καί γενόμενοι καί ἐσόμενοι. Πάλιν δέ οἱ πρό τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας εὐαρεστηκότες ἕν σῶμα ἐστίν, πῶς; Ὅτι κἀκεῖνοι τόν Χριστόν ἤδεσαν.»[22] Ὁ λόγος σπερματικός τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος Ἰουστίνου γιά τήν περίοδο πρό Χριστοῦ εἶναι ἀσφαλῶς γνωστός. Γιά τήν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος καί τῆς σωτηριολογικῆς του διαστάσεως ἀναφέρει ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος ὅτι ὁ Ἰουστίνος διατυπώνει τήν ἰωάννεια ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Λόγου στόν κόσμο δέν περιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο στούς Χριστιανούς, ἀλλά ἐπεκτείνεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐφόσον ὁ Λόγος κατά τόν Ἰωάννη ὡς «τό φῶς τό ἀληθινόν… φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ιω. 1, 9) καί ὄχι βέβαια μόνο τούς Χριστιανούς.»[23] Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ὁ συγκεφαλαιώσας βραδύτερον τήν πατερικήν διδασκαλίαν» ὥρισε τήν Ἐκκλησίαν ὡς «τό σύστημα τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, εὐαγγελιστῶν, μαρτύρων, οἷς προσετέθη πιστεύσαντα ὁμοθυμαδόν πάντα τά ἔθνη».[24] Σχεδόν ἐπί λέξει ἀναφέρεται τό ἴδιο καί στό κέντρον τῆς Θείας Λειτουργίας μετά τήν μεταβολήν τῶν Τιμίων Δώρων: «Ἔτι προσφέρομέν σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν, ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου. Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.» Σέ μία μόνον πρόταση ἀναφέρεται ἡ καθολικότητα τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Τήν ἴδια πεποίθηση ἐκφράζει καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, δηλαδή ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος τοῦ Κυρίου, ὅπου ὁ ἀνιστάμενος Κύριος κρατεῖ τό χέρι τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας καί συνανασταίνει ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ – τελειοποίηση τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει να ὑπάρχει καί μάλιστα, «ἀναγεννήθη καί ἀνεπλάσθη καί ἐτελειώθη διά τῆς ἐνανθρωπήσεως»[25] τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή δέν ἱδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό μετά τήν ἐνανθρώπισή του ἐκ τοῦ μηδενός, ὡσάν προηγουμένως νά μήν ὑπῆρχε διόλου. Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐτόνιζε, «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον, ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι»(Ματθ. 5,17). Καί αὐτό τό «πληρῶσαι» δέν σημαίνει ἁπλῶς καί μόνον «ἐκπληρῶσαι» τήν προφητεία, ἀλλά, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Καρμίρης «τελειῶσαι», δηλ.αδή συμπληρῶσαι. Αὐτήν τήν ἄποψη ἔχουν καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ ἄλλων καί ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος,[26] ἀλλά καί οἱ ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μεταξύ ἄλλων ὁ Ζιγαβηνός[27] κλπ..
Ὁ Σωτήρ ἐνανθρωπήσας δέν προσέλαβε μόνον ἀτομικήν ἀνθρωπίνην φύσιν, ἀλλ ἠνώθη μεθ’ ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἵνα ὅλον ἀπολυτρώσῃ, ὡς ἐδίδαξαν οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες καί μάλιστα ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μεθόδιος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ὁ Ἱλάριος, ὁ Μ. Λέων, ὁ Αὐγουστῖνος καί ἄλλοι.[28] Πρόκειται, λοιπόν, κατά τήν Πατερικήν Θεολογίαν, περί τῆς καθολικότητος τῆς σωτηρίας.
Κατά τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιον, ἐφωτίσθη, ἐνισχύθη καί ἀναζωοποιήθη γιά τήν ἔναρξη τῆς ἱεραποστολικῆς καί ποιμαντικῆς της δράσεως. Τό πρῶτον δημόσιον κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καί ἡ ἵδρυση τῆς πρώτης κοινότητος στά Ἱεροσόλυμα ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μεταφυτεύτηκε στά πέρατα τοῦ κόσμου, μέ τή δραστηριότητα τῶν ἀποστόλων καί κηρύκων τῆς πίστεως καί ἀσφαλῶς μέ τή βοήθεια καί συμπαράσταση τοῦ Θεοῦ.
Ποιά εἶναι λοιπόν τά ὅρια-σύνορα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας;
Καί γιά τον καθορισμό τῶν «ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει ἐπίσημη ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας.[29] Τό πρόβλημα γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερο, ὅταν όρισμένοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά κανονικά ὅρια ταυτίζονται μέ τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Καί τό θέμα ὀξύνεται περισσότερο, ὅταν ταυτίζουν τά κανονικά καί τά χαρισματικά ὅρια, ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἔχει ὡς συνέπεια να ἁρνοῦνται τόν χαρακτήρα τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς Θείας Χάριτος ἐκτός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Συνεπῶς καί σέ ὅλες τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, πού δέν εὑρίσκονται σέ πλήρη κοινωνία μέ τήν Ὀρθοδοξία καί γενικώτερα σέ ὅλο τόν κόσμο! Κατ’ ἀκολουθίαν ὑποστηρίζεται ἡ ἔννοια τῆς ἀποκλειστικότητος ὄχι μόνον γιά τά δικαιοδοσιακά κανονικά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀπορρίπτεται καί ἡ δυνατότητα ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει τήν καθολική σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διδασκαλία ὁλοκληρωτικοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό τῆς σωτηρίας τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ζώντων ἀνθρώπων δέν διδάσκεται ἀπό τήν Καινή Διαθήκη «καί ἑπομένως στερεῖται τοῦ κυριωτάτου τούτου γνωρίσματος καί ἐρείσματος παντός Ὀρθοδόξου δόγματος, ἀντιστρατευομένη πρός αὐτήν τήν οὐσίαν καί ἀποστολήν καί θεμελιώδη περί σωτηρίας διδασκαλίαν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας.»[30]
Καί γιά τούς ἱ. Πατέρες καί πολλούς Θεολόγους[31] καί σήμερα δέν εἶναι δυνατόν νά ταυτίζονται τά κανονικά μέ τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἀγνοεῖται ἡ μεγίστη σημασία πού ἔχει ἡ ἀπεριόριστη διάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Πνεῦματι Ἁγίῳ, γιά τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως λοιπόν ὑπάρχει εἷς Θεός-Πατήρ καί εἷς Χριστός καί ἕν Πνεῦμα Ἅγιον, τοιουτοτρόπως, δυνάμει τῆς ἑνότητος ταύτης, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί μοναδική καί ἡνωμένη ἐνώπιον τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἰς τό ὄνομα τοῦ ὁποίου βαπτίζονται πάντα τά μέλη αὐτῆς, ἀποκτῶντα οὕτω τήν δικαίωσιν αὐτῶν, ἀνεξαρτήτως εἰς ποίαν Ὁμολογίαν ἀνήκουσιν,[32] ἑνούμενα μετά τοῦ Χριστοῦ καί μετ’ ἀλλήλων εἰς ἕν σῶμα, τό ὁποῖον δέν δύναται νά μερίζηται εἰς πλείονα σώματα.»[33]
Αὐτή εἶναι ἡ βαθύτερη σημασία τῆς μυστικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἄνωθεν, δηλαδή ἐκ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔχει συνέπειες καί γιά τή συγκεκριμένη σύγχρονη κατάσταση τῶν διηρημένων χριστιανῶν: «Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἡ ὑφισταμένη νῦν ἐκκλησιαστική διαίρεσις προέρχεται ἐκ τῶν ἔξω καί τῶν κάτω καί οὐχί ἐκ τῶν ἔσω καί τῶν ἄνω, προέρχεται ἐκ τῶν ἀνθρώπων, ἐκ τῶν ἀτελειῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν, περιοριζομένη πρός τά ἄνω καί σχεδόν ἐξαφανιζομένη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀντιθέτως προέρχεται ἡ ἐσωτερική μυστική ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.»[34] Ὁ Καρμίρης παραπέμπει καί στόν Μητροπολίτη Κιέβου Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ τήν «Παγκόσμια Ἐκκλησία» (Universalkirche) ὡς ἕνα τεράστιο Ναό μέ πολλά ἐσωτερικά παρεκκλήσια, τά ὁποῖα εἶναι μεταξύ των εἴτε μέ μεσότοιχους εἴτε μέ κιγκλιδώματα χωρισμένα, χωρίς ὅμως ὁ χωρισμός αὐτός νά φθάνει μέχρι τήν ὀροφή, ἀπό ὅπου ὅλοι ἔχουν πρόσβαση πρός τόν οὐρανό.[35] Βάσει αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, διαπιστώνει στή συνέχεια ὁ Καρμίρης, «δέν ἐδίστασε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον νά ἀπευθύνῃ τό περίφημον διάγγελμα αὐτοῦ τοῦ ἔτους 1920 «πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίσαν τάς χριστιανικάς Ὁμολογίας ὡς «Ἐκκλησίας» καί τονίσαν «ὅτι ἐπιβάλλεται ἵνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί «συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ (Ἐφεσ. 3,6).»[36] Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία ἐμμένει μέχρι σήμερον εἰς τήν «ἀρχαιοπαράδοτον ἁγιοπατερικήν διδασκαλίαν», «ἐπαφιεμένη εἰς τήν εὐσπλαγχνίαν, τήν πανσοφίαν καἰ τήν παντοδυναμίαν τοῦ πάντας ἀνθρώπους θέλοντος σωθῆναι Θεοῦ» ὅτι καί οἱ εὑρισκόμενοι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί βαπτισθέντες εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος «καί οὕτω τῆν δικαίωσιν ἀποκτήσαντες», ἐσωτερικῶς ζοῦν ἐν τῇ καταστάσει τῆς χάριτος, ὅπως καί οἱ μή βαπτισθέντες, ἀλλ’ ἐν πίστει ἀναζητοῦντες τόν ἀληθινόν Θεόν.[37]
Ὁ Μητροπολίτης Ἰλαρίων Ἀλφέγεφ Βολοκολάμσκ, ὁ Πρόεδρος τῆς ὑπηρεσίας ἐπί τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, τονίζει, μέ ἀναφορά στόν ἅγιο Φιλάρετο Μόσχας, ὅτι «όφείλει ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός νά εἶναι εἰς θέσιν νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν αἱρετικῶν. Εῖναι ἀκόμη ὀλιγώτερον εὔλογον νά ἐφαρμόζωνται εἰς τούς σημερινούς ἑτεροδόξους χριστιανούς ὅσα ἀνέφεραν οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τήν ἀποκοπήν τῶν αἱρετικῶν καί μέ τήν ἀπαγόρευσιν τῆς κοινωνίας μετ’αὐτῶν. Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν ἐπιτρέπεται νά λησμονήσῃ ὅτι ἀποκλειστικῶς καί μόνον ὁ Θεός γνωρίζει ποῦ εὑρίσκονται τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. … Ἐάν ὑποτεθῇ ὅτι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει ἤ δέν δύναται νά ὑπάρχει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τοῦτο θά ἐσήμαινεν ὅτι περιορίζεται ὁ Θεός εἰς τήν παντοδυναμίαν αὐτοῦ, ὅτι τοποθετοῦνται εἰς τόν Θεόν φραγμοί, ἐκτός τῶν ὁποίων δέν θά εἶχεν τό δικαίωμα νά ἐνεργῇ. Διά τόν λόγον αὐτόν δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀφοσίωσις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί ἡ πιστότης εἰς τά δόγματα αὐτῆς νά μετατρέπωνται εἰς ἀχαλίνωτον θριαμβολογίαν, βάσει τῆς ὁποίας νά θεωροῦνται ἅπασαι αἱ ἕτεροι χριστιανικαί Ἐκκλησίαι μόνον ὡς κακότυχον συνονθύλευμα, κατασκευασμένον ἐκ τῆς δολιότητος ἀνθρώπων καί εἰς τό ὁποῖον ὅλος ὁ κόσμος γενικῶς καί τό ἐνεννήκοντα ἑνέα τοῖς ἑκατόν τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι καταδικασμένον εἰς τήν ἀπώλειαν.»[38] Μέ αὐτά ἀπήντησεν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἰλαρίων καί στίς γνωστές ἀπόψεις τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς! ὅπως τονίζει ὁ ἴδιος.
Κατόπιν τούτων διερωτᾶται κανείς πῶς εἶναι δυνατόν θεολόγοι καί Ἱεράρχες νά θέτουν τόσο εὔκολα τόσους ἀνθρώπους ἐκτός τῆς δυνατότητος συμμετοχῆς στή Θεία Χάρη καί νά ἐπικαλοῦνται μάλιστα τήν πατερική Θεολογία; Πῶς εἶναι δυνατόν νά περιορίζουν τήν ἐλευθέρα δραστηριότητα τοῦ Θεοῦ καί συγκεκριμένα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Κανείς ὀρθόδοξος πιστός ἀπό οἱανδήποτε θέση θεολογίας ἤ ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος μπορεῖ νά ὁριοθετήσει μόνος του, χωρίς συνοδική ἀπόφαση, τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Πολύ δέ ὀλιγώτερο μπορεῖ κάποιος ἤ πολλοί ἤ ἀκόμη καί ἐν συνόδω νά ὁριοθετήσει τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. μέχρι ποῦ δύναται ἤ ἐπιτρέπεται νά ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ!! Αὐτοί οἱ αὐθαίρετοι ἰσχυρισμοί ἀποτελοῦν βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὡς ἐκ τούτου ἀπορρίπτομε τά στενά καί παρερμηνευμένα ὅρια-σύνορα τῆς Ἐκκλησίας τῆς ταμιούχου τῆς Θείας Χάριτος, καί τοῦ ἀποκλεισμοῦ ἑκατομμυρίων ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανῶν καί γενικώτερα τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν δυνατότητα σωτηρίας. Μιά τέτοια ἄποψη εἶναι κατά τοῦ σχεδίου καί τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ διά τήν καθολική σωτηρία ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κατά τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καί κατά τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι περιχαρακωμένη οὔτε δημιουργεῖ Γκέττο!
Κατά συνέπειαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς κιβωτός τῆς σωτηρίας ἔχει μέν τά ἐπίγεια καί συγκεκριμένα κανονικά καί διοικητικά ὅριά της, ὅμως καί τίς ἀπεριόριστες διαστάσεις τῆς ἐπενεργείας τῆς Θείας Χάριτος, οἱ ὁποῖες ξεπερνοῦν τόσον τά γεωγραφικά ὅσον καί τά χρονικά, ὅρια. Αὐτή εἶναι ἡ Πατερική Θεολογία περί Ἐκκλησίας τῶν ἀνοικτῶν διαστάσεων καί ὁριζόντων, βασισμένη στήν ἀνιδιοτελή καί ἀπεριόριστη ἀγάπη καί εὐσπλαχνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Πρέπει ὅμως νά γνωρίζομε καί νά συνειδητοποιήσουν καί οἱ ζηλωτές τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι μόνον μία τυπική ἐνσωμάτωση στήν Ἐκκλησία διά τοῦ βαπτίσματος, χωρίς τό γνήσιο φρόνημα καί βίωμα δέν ὑπάρχει ἐγγύηση οὔτε τῆς οὐσιαστικῆς ἐνσωματώσεως οὔτε τῆς σωτηρίας, διότι τά μυστήρια δέν ἐνεργοῦν κατά μαγικόν τρόπον. Τήν πατερική ἄποψη διατυπώνει πολύ παραστατικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Ὥσπερ πολλοί τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ’ ἡμῶν εἰσίν, οὕς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος, οὕτω πολλοί τῶν ἔξωθεν πρός ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τήν πίστιν φθάνουσι καί δέονται τοῦ ὀνόματος, τό ἔργον ἔχοντες.»[39] Τό τελικόν ἀποτέλεσμα τό κρίνει ὁ παντογνώστης καί φιλάνθρωπος Θεός.
Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες;
Οἱ ἀντιδρῶντες ἀναφέρονται καί ἐπικαλοῦνται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἰσχυρίζονται ὅτι μέ τήν ἔκφραση «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» ἐννοεῖται ἀποκλειστικῶς καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Τήν ἀπάντηση θά τή δώσει καί πάλιν ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς Ἰωάννης Καρμίρης. Ἑρμηνεύοντας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τονίζει γιά τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν,» τά ἑξῆς: «Τοιουτοτρόπως πάντες οἱ χριστιανοί λογίζονται ὅτι ἀνήκουσιν εἰς τήν ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ Ἐκκλησίαν, νοουμένην καί οὖσαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον εἶναι ἕν, ἄρα δέ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὡς ὁρίζει αὐτήν τό ἱερόν Σύμβολον τῆς πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ ὄντι…εἶναι προφανές, ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι ἀνήκουσιν εἰς τήν μίαν ἡνωμένην οὐσιωδῶς Ἐκκλησίαν του, ἐν ᾗ δύνανται νά τύχωσι τῆς σωτηρίας»[40]
Καί ὁ γνωστός Ὀρθόδοξος θεολόγος Stefan Zankov[41], διευκρινίζει σαφέστατα ὅτι τό ἀξίωμα “extra ecclesiam nulla salus” «δέν ἐδιδάχθη ποτέ εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν οὔτε ἀπό τῆς ἕδρας οὔτε ἀπό τοῦ ἄμβωνος. Καί ἐάν ἀκόμη ἐχρησιμοποιήθη μία παρομοία ἔκφρασις καί ὑπό Ὀρθοδόξων θεολόγων, ἐσκόπευεν ἁπλῶς νά λεχθῇ, ὅτι ὁ χριστιανός εὑρίσκει μετά βεβαιότητος ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τά ἀναγκαῖα μέσα τῆς θείας Χάριτος, χωρίς νά ἀποκλείεται, ὅτι καί ἐκτός τῶν κόλπων αὐτῶν εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία…»[42] Ἑπομένως, συμπεραίνει καί ὁ Καρμίρης, ὅτι τό ἀξίωμα extra ecclesiam nulla salus δέν ἀποκλείει «τήν παράλληλον ἰσχύν καί τῆς γενικωτέρας χριστιανικῆς διδασκαλίας περί ὑπάρξεως “Ἐκκλησίας ἔξω τῆς Ἐκκλησίας” καί δυνατότητος σωτηρίας ἐν αὐτῇ θείᾳ χάριτι»[43].
Ἐπειδή δέ ἐπικαλοῦνται οἱ ἀντιφρονοῦντες συνεχῶς τόν Ἅγιον Μᾶρκον τό Εὐγενικόν, Μητροπολίτην Ἐφέσου, εἶναι σκόπιμο νά ἀναφέρουμε ὀλίγα τινά καί ἀπό τίς ἀπόψεις καί τή στάση του πρός τή Δυτική Ἐκκλησία, δηλαδή τή σημερινή ἀποκαλουμένη Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
Καί πρῶτ’ ἀπ’ όλα πρέπει νά τεθεῖ τό ἐρώτημα: Ἀνεγνώριζεν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα στη Δυτική Ἐκκλησία ἤ ὄχι; Ἐχαρακτήριζε αὐτήν εὐθέως Ἐκκλησίαν ἤ ὄχι; Ἡ ἀπάντηση δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά μόνο θετική. Τήν ἐχαρακτήριζε ὄχι μόνον Ἐκκλησία, ἀλλά, παρά τίς σοβαρές διαφορές τίς ὁποῖες ἀσφαλῶς καί ἐγνώριζε, μάλιστα καί «ἀδελφή Ἐκκλησία».[44] Πρέπει ἐπίσης νά ἐνθυμίσομε, ὅτι οἱ Δυτικοί, οἱ Λατῖνοι, καί οἱ Ἀνατολικοί, οἱ Ἕλληνες[45] συνοδικοί ἐπίσκοποι ἔλαβαν μέρος στή Σύνοδο τῆς Φερράρας Φλωρεντίας τό 1438/39, δηλ. τόν 15ο αἰῶνα(!) ὡς ἰσότιμα μέλη τῆς Συνόδου, γιά νά λύσουν τά κοινά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἀμφισβητοῦσε κανείς τἠν ἐκκλησιαστική ταὐτότητα τοῦ ἄλλου! Οὔτε τήν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων του, Βαπτίσματος ἤ καί χειροτονίας, ἀνεξαρτήτως ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος καί ἱερατικοῦ βαθμοῦ.[46] Γνωρίζομε, βέβαια, ὅτι δυστυχῶς ἀπέτυχαν. Ὅμως παρόλα ταῦτα ἐκεῖ συνεργάσθηκαν καί συμπροσευχήθηκαν.
Καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἀπευθυνόμενου πρός τόν Πάπα Ρώμης, ὅταν γιά τήν ἔναρξη τῶν σηζητήσεων στήν Σύνοδο βροντοφωνοῦσε: «Σήμερα τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τά προοίμια. … Σήμερα τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καί διερρηγμένα, πρός τήν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν. Οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι…»[47] Ὅ Ἅγιος Μᾶρκος ὁμιλεῖ γιά «διεσπασμένα» καί «διερρηγμένα μέλη τοῦ σώματος» καί γιά «διῃρεμένο σῶμα» τῆς Ἐκκλησίας. Καί συνεχίζει ἀπευθυνόμενος προσωπικά στόν Πάπα Ρώμης: «Διά τοῦτο ἐξήγηρε σέ τόν τῶν ἱερέων αὐτοῦ πρωτεύοντα πρός τήν ἡμετέραν ταυτηνί κλῆσιν… Ἄρ’ οὐ προφανῶς ταῦτα Θεοῦ δυνάμει καί κρίσει γεγένηται, καί τό πέρας ὁποῖον ἔσται καλόν καί Θεῷ φίλον, ἐντεῦθεν ἤδη προοιμιάζεται;»[48] Ὄχι μόνον δέν ἀπορρίπτει τήν ἐκκλησιαστική ταυτότητα καί τήν ἱερωσύνη (ἀρχιερωσύνη) τοῦ Πάπα, ἀλλά τόν ἀποκαλεῖ «τῶν ἱερέων αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) πρωτεύοντα» καί «ἁγιώτατον πάτερ» καί τόν προτρέπτει καί παρακαλεῖ «ὑπόδεξαι τά σά τέκνα μακρόθεν ἐξ ἀνατολῶν ἥκοντα. περίπτυξαι τούς ἐκ μακροῦ διεστώτας τοῦ χρόνου, πρός τάς σάς καταφυγόντας ἀγκάλας.»[49] Τί θά συνέβαινε σήμερα ἐάν κάποιος Μητροπολίτης ἐπαναλάμβανε στόν σημερινό Πάπα Ρώμης ὅσα εἶπε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός τότε στόν τότε Πάπα Ρώμης;
Στή συνέχεια ἔθεσε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τό ἐρώτημα ἐνώπιον τοῦ Πάπα καί τό θέτει καί σέ μᾶς σήμερα καί στήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά καί σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μέ μαχητικότητα καί φανατισμό ἀντιφρονοῦν: Ἐρωτᾶ, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Μέχρι τίνος οἱ τοῦ αὐτοῦ Χριστοῦ καί τῆς αὐτῆς πίστεως βάλλομεν ἀλλήλους καί κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν ἀλλήλους καί κατεσθίομεν, ἕως ἄν ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν καί ὑπό τῶν ἔξωθεν ἐχθρῶν εἰς τό μή εἶναι χωρήσωμεν;»[50] Αὐτή εἶναι ἡ πεποίθηση καί ἡ ἀγωνία τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, γι’αυτό πῆγε στήν Σύνοδο ἐκείνη, παρά τό ὅτι ἐγνώριζε τίς ταλαιπωρεῖες καί τήν κούραση, γιά νά διαλεχθεῖ καί νά προωθήσει τό ἱερόν αἴτημα τῆς καταλλαγῆς τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως.
Αὐτή εἶναι ἡ πεποίθηση καί ἀγωνία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τό ὑπό συζήτηση κείμενο, παρά τό ὅτι γνωρίζομε ὅλοι, πρῶτος ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὅλοι οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, ὅτι ὑπάρχουν δυσκολίες καί προβλήματα, τά ὁποῖα πρέπει νά λύσομε. Κανείς δέν ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ὑπάρχουν σοβαρά προβλήματα. Κανείς δέν ἐθελοτυφλεῖ, ὅμως ἔχομε ἀδήριτο καθῆκον νά προσπαθήσομε καί νά διαλεχθοῦμε γιά νά συμφωνήσομε μέ βάση τήν ὀρθή πίστη καί μέ καλή διάθεση καί ἀγάπη γιά νά πραγματοποιηθεῖ πλήρως ἡ ποθουμένη ἐκκλησιαστική κοινωνία.. Ἔτσι ἐγνώριζε καί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα. Ὅμως μέ πεποίθηση ἐτόνιζε: «Καταφρονήσαντες καί κόπων καί κινδύνων πρός τό διαπραγματεύσασθαι τό θεῖον ἔργον τῆς ἑνώσεως, ἐάν ὁ Θεός εὐδοκήσῃ, πρόδηλόν ἐστι, καί πρόθυμοί ἐσμεν καί ἡμεῖς τήν δυνατήν ἐπιμέλειαν καί σπουδήν Θεοῦ χάριτι πρός τοῦτο συνεινεγκεῖν, ἐπεί καί τούτου χάριν ἀφίγμεθα.»[51]
Κανείς, λοιπόν, δέν πρέπει νά ἀγνοεῖ, ὅτι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός πῆγε αὐτοπροσώπως στήν Σύνοδο ἐκείνη καί ἔλαβε ἐνεργό μέρος στόν Οἰκουμενικό Διάλογο μέ τούς Δυτικούς χριστιανούς. Δέν παρέμεινε μακρυά καί ἀπό θέση, τρόπον τινά, ἀσφαλείας καί ἀνέσεων, νά βάζει πυρά κατά τόν ἀδελφῶν του, οἱ ὁποῖοι πῆγαν μέ ἐντολή τῆς Ἐκκλησίας των, γιά νά σηκώσουν τό βάρος τοῦ Διαλόγου. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος προσῆλθε στόν Διάλογο, διότι ἦταν πεπεισμένος ὅτι πῆγε νά συνομιλήσει μέ τήν Δυτική Ἐκκλησία, τήν ὁποία χαρακτήριζε ἀπεριφράστως «ἀδελφή Ἐκκλησία» καί τούς συνομιλητές του «φίλους» καί «ἀδελφούς», ὅπως ἐχαρακτήριζε καί ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ὁ Β΄τόν Πάπα Εὐγένιο ἀδελφό του.[52]
Πότε καί γιά ποιό λόγο καί τί συνέβη μετά ταῦτα, ὥστε νά ἀπορριφθεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῶν Δυτικῶν ὡς Ἐκκλησία;
Ἡ Ὀρθοδοξία δέν φοβήθηκε ποτέ τόν Διάλογο μέ κανένα. Καί ὅταν διεξήγαγε τούς Διαλόγους, ποτέ δέν ἔκανε ἔκπτωση στό περιεχόμενο τῆς πίστεώς της. Ὅσοι ἀρνοῦνται τόν Διάλογο εἴτε τόν φοβοῦνται εἴτε ἀμφιβάλλουν γιά τήν ἀντοχή, τίς δυνάμεις καί τίς γνώσεις των καί δέν τόν ἀποτολμοῦν «ἒπί ἴσοις ὅροις», ἀλλά προσπαθοῦν νά καλυφθοῦν, εὐτελίζουν τούς ἄλλους, αὐτοαναιροῦνται καί ζημιώνουν τήν Ἐκκλησία μας!
Συμπέρασμα
Οἱ διαστάσεις τῆς πίστεως καί πεποιθήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τά ἀπεριόριστα ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως, τά ἀπεριόριστα ὅρια τῆς «φωτιστικῆς ἐνέργειας τοῦ Λόγου στόν κόσμο» καί τῆς φωτιστικῆς καί σωστικῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς Θείας Χάριτος, χωρίς περιχαρακώματα, ἀποκλεισμούς καί καταδίκες.
Μέ τά λίγα παραδείγματα πατερικῶν ἀπόψεων καί μέ τίς ὀλίγες θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές μαρτυρίες, πού ἀναφέρθηκαν ἐδῶ καί πού μποροῦν ἀσφαλῶς νά πολλαπλασιασθοῦν, καταφαίνεται, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων καί Ἱερῶν Πατέρων[53] τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Ἐάν ἀρνηθοῦμε ὅλα αὐτά, σημαίνει ἐγκατάλειψη τοῦ γνησίου ὀρθοδόξου πνεύματος καί αὐτουποβιβασμό τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Συνεπῶς, ἡ θεωρία περί ἀποκλειστικότητος τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ ὁλοσχερής ἀπόρριψη τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, κανονικῶς καί χαρισματικῶς, ἀκόμη καί τῆς ὀνομασίας των ὡς «Ἐκκλησίες», εἶναι νεωτερισμός καί δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησιολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τό Κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον».
Τό προβλεπόμενο Κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ καθήκοντος τῆς Ὀρθοδοξίας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.[54] Αὐτό εἶναι ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρίς καμμία συζήτηση, χωρίς καμμία ἀμφιβολία. Τό Κείμενο τῆς Συνόδου εἶναι σαφές. Ἐάν συγκρίνει κανείς τήν μεγαλοψυχία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τήν μικροψυχία καί στενοκαρδία τῶν ὑπερασπιστῶν καί ζηλωτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε θά διαπιστώσει ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά προχωρήσει ἀνενόχλητη στίς βασικές ἀρχές τοῦ Κειμένου «Σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ἐμπλουτισμένο ἴσως καί μέ περισσότερες θετικές προτάσεις. Ὅμως θά εἶναι καταστροφικό, ἐάν ἀπαλειφθεῖ καί ἡ λέξη «Ἐκκλησία» γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, ἐπειδή ὑπάρχουν ὁρισμένοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν τήν ἐκκλησιαστική ἀποκλειστικότητα καί τόν χαρισματικό ἀποκλεισμό καί δέν ἀντέχουν τήν εὐρύτητα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί γιά ἄλλους. Δέν κερδίζουν τίποτα, ἐάν θελήσουν νά ὑποβιβάσουν καί νά εὐτελίσουν τούς ἄλλους, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θά ἀνυψωθοῦν ἐκεῖνοι. Εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο, ἐάν θέλομε νά εἴμεθα καί εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας καί ἐνώπιον τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, νά φροντίσομε πρῶτα τά τοῦ οἴκου μας! Κανείς δέν ἀμφιβάλλει ὅτι ἔχομε μπροστά μας ἀρκετά καί κραυγαλέα προβλήματα, ἄρα καί ἀρκετή ἔργασία καταλλαγῆς καί ἑνότητος.
Καί αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά παρερμηνευθεῖ, ὅτι δῆθεν ἐμεῖς ἀπεμπολοῦμε κάτι. Ἐπαναλαμβάνω καί ἐδῶ καί τονίζω, ὅτι εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι, ὅτι ἀνήκομε στή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», μέ ὅλες τίς συνέπειες, γεγονός τό ὁποῖο δέν διαπραγματευόμεθα. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ἀγνοήσομε καί τήν ὕπαρξη τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί τήν σκανδαλώδη κατάσταση τῆς ἀκοινωνησίας. Καί δέν ἔχομε κανένα δικαίωμα νά ἐπεμβαίνομε στήν ἐλευθέρα βούληση τοῦ Θεοῦ καί νά τολμοῦμε νά περιορίσομε καί τά ὅρια τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμον.
[1] Franz Dvornik, Byzanz und der römische Primat, Stuttgart 1966, 16.
[2] J. Ratzinger, LThK, Bd. 6, 19612, 173.
[3] Hugo Rahner, Symbole der Kirche. Die Ekklesiologie der Väter, Salzburg 1964, 7
[4] Κ. Μουρατίδου, Ἡ Οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννοπυ τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1958, 5.
[5] H. de Lubac, Betrachtung über die Kirche, Graz 19542, 22.
[6] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, 7.
[7] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 6.
[8] Georg Galitis, Eingliederung in die Kirche nach dem Neuen Testament, in Taufe und Firmung, hg. V. Ernst Christian Suttner, Regensburg 1971, 9.
[9] Πρβλ. τήν ἐξονυχιστική μελέτη τῆς Πατερικῆς Ἐκκλησιολογίας: Hugo Rahner, Symbole der Kirche. Die Ekklesiologie der Väter, Salzburg 1964
[10] Ίωάννου Χρυσοστόμου,Εἰς τούς Ψαλμ. 44, 10, PG 55, 199.
[11] Στυλιανοῦ Χαρκιανάκη, νῦν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, Περί τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ὀρθοδόξὡ θεολογίᾳ, Ἀθῆναι 1965, 39. Ἐδῶ θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν πολλοί θεολόγοι τῆς ἴδιας γνώμης.
[12] Ὠριγένους, Εἰς τό κατά Ἰωάννην 20, PG 12, 1036.
[13] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, 18.
[14] Κλήμεντος Ρώμης, Ἐπιστ. 2, XIV, ἔκδ.F. X. Funk Tübingen 1901, 202. Τό «ἄνωθεν»δέν ἔχει τοπικήν ἔννοιαν, ἀλλά χρονικήν, δηλ. πρό χρόνων αἰωνίων, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς καί οὐ νῦν.
[15] Ίωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλ. 3, 1, PG 63,473-474.
[16] Tertullian, Adv. Marc. 2,4, PL 2, 314D.
[17] Θεόδωρος Ζήσης, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι. Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Πατερικά Ι, Θεσσαλονίκη 1997, 162.
[18] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 52.
[19] Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Κατά ἑλλήνων 8, PG 25, 16 CD.
[20] Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου, ΒΕΠ 31, 147.
[21] Πρβλ. Εὐσεβείου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 1, 4, 4 ἑξ. ΒΕΠ 19, 207. Πρβλ. Grigorios Larentzakis, Einheit der Menschheit – Einheit der Kirche bei Athanasius. Vor- und nachchristliche Soteriologie und Ekklesiologie bei Athanasius v. Alexandrien. 2. korrigierte Auflage, Graz 1981. 90ἑξ.
[22] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 4, 10, PG 62, 75.
[23] Γεωργίου Μαρτζέλου, «H θεολογία του “σπερματικού λόγου” και η σημασία της για τους θεολογικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους», Θεολογία 84, 2 (2013)3.
[24] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Εἰκονοκλαστῶν διάλ. Στηλιτ. 11, PG 96, 1357. Πρβλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία,53.
[25] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 74.
[26] Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον, Ὁμ. 16, 2-3 PG 57, 241-242.
[27] Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. ε΄ 17 PG 129, 204ΑΒ
[28] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 80.
[29] Theodoros Nikolaou, Die Grenzen der Kirche in der Sicht der Orthodoxen Katholischen Kirche, in: Ökumenische Rundschau 21(1972)325.
[30] Ἰωάννη Καρμίρη, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Ἀνατυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 56, Ἀθῆναι 1981,397.
[31] Μεταξύ ἄλλων συγκαταλέγονται σέ αὐτούς καί ὁ Ἰωάννης Καρμίρης, ὁ Γεώργιος Γαλίτης, ὁ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὁ Φιλάρετος Μόσχας, ὁ Evdokimov, ὁ Zankow καἰ ἄλλοι.
[32] Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
[33] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 241.
[34] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 242ἑξ.
[35][35] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 242, σημ. 2.
[36] Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, ὅπ. Παρ.
[37] Πρβλ. Ἰωάννου Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, 195.
[38]Hilarion Alfejev, Geheimnis des Glaubens. Einführung in die orthodoxe dogmatische Theologie, Freiburg/Schweiz 2003, 146: « Der orthodoxe Christ darf auch nicht vergessen, dass einzig und allein Gott weiß, wo die Grenzen der Kirche sind…..»
[39] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Ὁμιλ. 18, Εἰς τόν Πατέρα, 6, PG 35, 992B
[40] Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 56, Ἀθῆναι 1981, 404ἑξ.
[41] Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, 401.
[42] S. Zankov, Das orthodoxe Christentum des Ostens, Berlin 1928, 77.
[43] Ἰωάννου Καρμίρη, αὐτόθι, 399. Πρβλ. καί Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ἐκκλησία καί Ἐκκλησίες. Ἡ θέση τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στήν ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό πλαίσιο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, Ἀθήνα 2013.
[44] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ’Ανατολῆς καί Δύσεως, Κατερίνη 1999, 59 καί σημ. 76.
[45] Τότε δέν ὑπῆρχαν βέβαια οἱ μεταγενέστεροι χαρακτηρισμοί, Καθολική ἤ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί Ὀρθόδοξος ἤ Όρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς.
[46] Τί σημασία εἶχαν, λοιπόν, τά θλιβερά γεγονότα τοῦ 1054, πού θεωροῦνται ὡς τό Μεγάλο Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν μας;
[47] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S. Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura Pateres 2009, 197ἑξ.
[48] Ὅπ. παρ.
[49] Ὅπ. παρ.
[50] Ὅπ. παρ.
[51] Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα V, 7, ἔκδ. ὑπό V. Laurent, Les „memoires“ du Grand Ecclésiarque de l´ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) Vol. IX (Concilium Florentinum Documenta et Scriptores. Editum Consilio et Impensis Pontificii Instituti Orientalium Studiorum), Rom 1971, 262ἑξ.
[52] Πρβλ. περισσότερα καί στό Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Ἐκδόσεις Ἐπέκταση, Κατερίνη 1999.
[53] Τό ἀνοικτό πνεῦμα τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ συμπεριφορά των μέ «ἑτρροδόξους» τῆς ἐποχῆς των καί τά ἔργα των ἔχουν μεγάλη σημασία καί ἀποτελοῦν παράδειγμα πρός μίμηση καί γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους τῆς ἐποχῆς μας. Πρβλ.Grigorios Larentzakis, Die Bedeutung der Patristik für das ökumenische Gespräch. Eine orthodoxe Betrachtung: Orthodoxe Theologie zwischen Ost und West, Festschrift für Prof. Theodor Nikolaou, hg. v. Konstantin Nikolakopoulos, Athanasios Vletzis und Vladimir Ivanov, Frankfurt am Main 2002, 551-572.
[54] Πρβλ.Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Τό καθῆκον τῆς Ὀρθοδοξίας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα. Ἐξελίξεις καί προοπτικές σέ μεγάλα θέματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου, Ostracon Publisching, Θεσσαλονίκη 2014.