Οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Μαρτυρία του Ορθοδόξου φρονήματος και προοπτικές για το μέλλον[1]

του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Καθηγητού του Πανεπιστημίου του Graz


Οι αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Ακολουθεί η ομιλία που πραγματοποίησε ο Καθηγητής Γρηγόριος Λαρεντζάκης στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 16-3-2017:

Χαίρομαι διότι εὑρίσκομαι στούς χώρους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί γιά τήν τιμητική πρόσκληση νά ὁμιλήσω γιά τό ἱστορικό αὐτό γεγονός τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης ὑπό τήν Προεδρία τῆς Α. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου Α΄ ἀπό τήν 18-29. 6. 2016. Χαίρομαι ἐπίσης ὅλως ἰδιαιτέρως, διότι μέ τήν πρωτοβουλία αὐτή τῆς συναντήσεως εὑρισκόμεθα ἐδῶ ὄχι μόνον γιά νά πληροφορηθοῦμε καί νά ἐμβαθύνομε στό γεγονός καί τά Κείμενα τῆς Συνόδου πρός ἴδιον ὄφελος, ἀλλά καί γιά νά γίνομε μετά κήρυκες καί πολλαπλασιαστές καί μεταλαμπαδευτές τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ γεγονότος καί τῶν Μηνυμάτων του στό χῶρο, ὅπου μᾶς ἔχει τάξει, ἤ ὅπου θά μᾶς τάξει ἡ Ἐκκλησία μας καί στόν χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι τό μετασυνοδικό ἔργο ὅλων μας καί ἰδιαίτερα τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν εἶναι πολύ σοβαρό καί ἀναγκαῖο. Ἐπίσης ἡ συνεργασία ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν, ἀλλά καί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν ὅλων τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καθίσταται ἀπόλυτα ἀναγκαία. Ὑπενθυμίζω μόνο τήν προσπάθεια πού κάναμε στό Γράτς γιά τήν ἵδρυση ἑνός Συμβουλίου τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Εὐρώπης ἀκριβῶς γιά τόν σκοπό αὐτό τῆς ἐντατικῆς συνεργασίας, ἀδελφοποιήσεως, ἀνταλλαγῆς καθηγητῶν, φοιτητῶν, συγγραμμάτων, κοινῶν θεολογικῶν συνεδρίων κλπ. Ἡ πρωτοβουλία αὐτή ὀνομάσθηκε Grazer Prozess. Μιά διαχριστιανική συνεργασία καί τῶν Θολογικῶν Σχολῶν τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν θά μεταφέρει ἀσφαλῶς καί τά Μηνύματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου παντοῦ.

Ἡ διαδικασία τῆς ἀποδοχῆς καί ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνήκει στήν ἱστορία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας Ἀνατολῆς καί Δύσεως καί ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο τῆς Συνοδικότητος καί τῶν πρακτικῶν συνεπειῶν της στήν καθόλου ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Τί συνέβη, λοιπόν, στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας τόν Ἰούνιο τοῦ παρελθόντος ἔτους; Τί ἦταν αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ποιά τά ἀποτελέσματά καί οἱ ἀποφάσεις της στά ἐπίσημα Κείμενά της;

Ἡ σημασία τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς συγκλήσεως αὐτῆς καθ’ ἑαυτήν

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἤθελαν μέ τήν σύγκληση τῆς Συνόδου αὐτῆς νά συνεχισθεῖ καί νά ἐφαρμοσθεῖ ὁ συνοδικός θεσμός καί νά συγκληθεῖ πράγματι μία Πανορθόδοξος Σύνοδος μέ κῦρος καί αὐθεντία γιά ὁλόκληρη τήν Ὀρθοδοξία, ὅμοια τῆς ὁποίας δέν συγκλήθηκε ἀπό τόν 9ο αἰῶνα, δηλ. ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἱ. Φωτίου τοῦ ἔτους 879/880, τήν τελευταία κοινή, δηλ. τήν 8η Οἰκουμενική Σύνοδο Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὅπως θά μποροῦσε καί θά ἔπρεπε νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό κοινοῦ.

Βέβαια ὑπῆρξαν καί μετά, δηλ. τήν Β΄ χιλιετία, καί ἄλλες σοβαρές Σύνοδοι, μέ «καθολικό κῦρος» ὄχι ὅμως Οἰκουμενικές ἤ τοῦ κύρους τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ Ἰουνίου 2016.[2]

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐτήρησε καί ἐφάρμοσε τήν πανορθόδοξη ἀπόφαση καί ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐάν τήν τελευταία στιγμή, μία μόλις ἑβδομάδα πρό τῆς συγκλήσεως, ἀκολουθοῦσε μόνος του τίς προτροπές ὁρισμένων γιά ἀναβολή, ἤ ματαίωση, τότε θά τοῦ καταλόγιζαν οἱ ἴδιοι ἀθέτηση τῆς πανορθοδόξου ἀποφάσεως γιά τήν σύγκληση καί πραγματοποίηση τῆς Συνόδου.

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη αὐτή Σύνοδος ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρά τήν ἀπουσία τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων, ὑπῆρξε ἡ ἀνωτάτη δυνατή ἐκκλησιαστική αὐθεντία, πού μποροῦσε σήμερα νά συγκληθεῖ. Ἐχει ἀνώτερο κύρος καί μεγαλυτέρα ἰσχύ ἀπό κάθε προσωπική μεμονωμένη ἄποψη εἴτε θεολόγων καθηγητῶν Πανεπιστημίων, εἴτε καί Ἀρχιερέων, ἀλλά ὁπωσδήποτε καί ἀπό κάθε συνοδική ἀπόφαση μιᾶς ὁποιασδήποτε Τοπικῆς ἤ Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν ἤθελαν οὔτε θέλουν ὁρισμένοι νά τό καταλάβουν μέχρι σήμερα.

Ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας

Ἕνα ἀπό τά κεντρικά σημεῖα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου στήν Κρήτη ὑπῆρξεν ἡ τακτική καί καθημερινή Λειτουργική της ζωή. Στήν ἀρχή, κατά τήν διάρκεια καί στό τέλος τῆς Συνόδου ἐκφράσθηκε ἡ Δοξολογία πρός τόν Τριαδικό Θεό, ἡ παράκληση βοηθείας καί συμπαραστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τέλος ἡ εὐχαριστία καί ἡ Δοξολογία γιά τήν ἐπιτυχή ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν της μέ τό συλείτουργο στόν ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου στά Χανιά.

Καί μέ τήν λειτουργική αὐτή ζωή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καταφαίνεται πρῶτον ὅτι ἡ συνοδική διαδικασία δέν εἶναι μόνον ἕνα διοικητικό γεγονός μέ καθαρά νομικίστηκη ἤ δικαστική ἐξουσία,[3] ἀλλά ἕνα πολύπλευρο πνευματικό γεγονός τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας καί δεύτερον καί κατά συνέπεια καί μαρτυρία τῆς ἑνότητος καί τῆς Κοινωνίας μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία κατοχυρώνεται καί ἐκφράζεται μέ τήν συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Πρέπει ἐπίσης νά σημειωθεῖ, ὅτι ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό καί κατόπιν ἐπιθυμίας τῆς Συνόδου, προσεκλήθησαν οἱ Προκαθήμενοι Πατριάρχες τῶν τεσσάρων ἀπόντων Πατριαρχείων νά συμμετάσχουν τοὐλάχιστον στήν λειτουργική ζωή τῆς Συνόδου, συλλειτουργοῦντες μαζί μέ τούς ἄλλους Προκαθημένους Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους ἀκριβῶς γιά τήν πανορθόδοξο μαρτυρία τῆς ἑνότητος καί Κοινωνίας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ἀρνήθηκαν νά προσέλθουν.

Παρουσία Παρατηρητῶν

Μέ πανορθόδοξη ἀπόφαση ἐδόθη ἡ δυνατότητα παρουσίας καί Παρατηρητῶν ἀπό τίς ἄλλες μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήν ἐναρκτήρια καί καταληκτήρια συνεδρίαση τῆς Συνόδου χωρίς λόγο καί ψῆφο καί στήν καταληκτήρια Θεία Λειτουργία στά Χανιά.

Τά θέματα, τά Κείμενα καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου

α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων.

β) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά,

γ) Τὸ Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ,

δ) Το Μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αὐτοῦ,

ε) Ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον,

στ) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον.

Ἐκτός ἀπό τά ἐπίσημα αὐτά Κείμενα τῶν 6 θεμάτων ἐξέδωσε ἡ Σύνοδος καί δύο ἐπί πλέον Κείμενα ἐξ ἴσου μεγίστης ἐκκλησιολογικῆς καί θεολογικῆς σημασίας. 1ον Τήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί 2ον Τό Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως.

Τά ἐπίσημα αὐτά Κείμενα ἐκφράζουν τό ἀναλοίωτο, συνεχές καί ἀκραιφνές ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά δέν ἀσχολοῦνται μόνον μέ τό παρελθόν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀφοροῦν στή ζωή τῶν πιστῶν καί τή δομή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερα, ἔχουν ἄμεση ἐπικαιρότητα, ἀναφέρονται στίς σύγχρονες προκλήσεις τῆς κοινωνίας καί χρήζουν ἄμεσης ἐφαρμογῆς γιά νά ἀντιμετωπισθεῖ καί ἡ σύγχρονη κρίση μέ συνέπειες καί γιά τό μέλλον. Δέν ὑπάρχει καμμία τοποθέτηση καί διατύπωση, ἡ ὁποία νά μήν ἀνταποκρίνεται στήν ὀρθόδοξο πίστη, παράδοση καί πνευματικότητα, ἤ καί τό χειρότερο νά ἀντιστρατεύεται στό ὀρθόδοξο φρόνημα.

Καί ὅπως ἐτόνισεν καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος εἰς τόν ἐναρκτήριον χαιρετισμόν του, ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἀποτελεῖ ἀπλήν ἀντιγραφήν παλαιοτέρων συνόδων, ἀλλά εἶναι μία Σύνοδος, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά δώσει ἀπαντήσεις καί στά σύγχρονα προβλήματα, χωρίς νά διαφοροποιεῖται ἀπό τήν παράδοσιν. Πολύ ὀρθά τοποθετεῖται ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν στόν βασικό αὐτό χαρακτηρισμό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης καί εὔχομαι νά γίνει ἀκουστός καί νά εὕρη καί ἄλλους πολλούς μιμητές.

Θά μποροῦσε, βέβαια, ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων νά εἶναι καί κάπως διαφορετικός καί τά Κείμενα ἀποφάσεων νά συμπεριλάμβαναν καί ἄλλες λεπτομέρειες ἤ ἄλλες πτυχές θεμάτων μέ διαφορετική διατύπωση. Ἀλλά ἔτσι ἀποφάσισε ἡ Σύνοδος, ἔτσι ἀποφάσισε ἡ Ἐκκλησία στήν συγκεκριμένη στιγμή καί στόν συγκεκριμένο χῶρο. Αὐτά εἶναι τά Κείμενα τά ὁποῖα τώρα ἐξέδωσε, γεγονός τό ὁποῖο ἀποδέχομαι καί σέβομαι.

Ἐλπίζομε ὅμως καί σέ ἑπόμενες Συνόδους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἄλλωστε ἀνεκοινώθη, καί στήν ἐπεξεργασία καί ἄλλων θεμάτων, τά ὁποῖα τώρα δέν συμπεριλήφθηκαν στόν Κατάλογο τῶν Θεμάτων, π.χ. Τό Αὐτοκέφαλον κλπ.

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης ἄνοιξε τόν δρόμο καί ἔθεσε τίς βάσεις καί γιά τήν μετασυνοδική συνοδική πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας.

Κατ’ ἐπιλογήν ἐπιθυμῶ νά ἀναφέρω ὁρισμένα βασικά σημεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα ἐκφράζουν καί τό γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας στά Κείμενα τῆς Συνόδου, κυρίως ὅμως γιά καταλλαγή καί ἑνότητα στόν χριστιανικό κόσμο, ὅπως μοῦ ἐξητήθη γιά τήν σημερινή ὁμιλία μου.

Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα καί γιά ὅλα τονίζεται ἡ βασική ἀναφορά στήν ὀρθόδοξη Τριαδολογία.

Σέ ὅλα τά Κείμενα εἶναι ἔντονη ἡ τριαδολογική βάση καί τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεώς μας μέ πλούσια βιβλική καί πατερική τεκμηρίωση. Ἡ ἀρχή καί τό πέρας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔγιναν πάντα μέ δοξολογία καί ἀναφοράν εἰς τήν Ἁγία Τριάδα: Ἔτσι ἀρχίζει καί ἡ Ἐγκύκλιος τῆς Πανορθοδόξου συνόδου: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»[4]

Καί εἰς τό Μήνυμά της τονίζει ἡ Σύνοδος αὐτήν τήν τριαδολογική βάση.[5]

Ἐκκλησιολογία καί κοινωνική εὐθύνη

Συνδεδεμένη μέ τήν Τριαδολογία ἀναφέρεται ἡ Ἐγκύκλιος καί στήν Ἐκκλησιολογία. «I. Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος 1. Ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρόγευσις καί βίωσις τῶν Ἐσχάτων ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί ἀποκάλυψις τῆς δόξης τῶν μελλόντων, καί ὡς διαρκής Πεντηκοστή.»

Ἀκόμη καί τό Κείμενο. «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων.» ξεκινάει μέ τήν τριαδολογική βάση τῆς Ἐκκλησίας ὡς «εἰκόνας τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εὐαγγελιζομένης… «καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν… ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ.» (Β΄Πέτρ. Γ΄, 13» καί δέν άδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς.

Στήν συγκεκριμενοποίηση τοῦ κοινωνικοῦ ἐνδιαφέροντός, τοποθετεῖται ὡς βάση ἀναφορᾶς καί δράσεως ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί τό ὁποῖον σήμερα βάλλεται πανταχόθεν. Ἐδῶ πρέπει νά λεχθεῖ ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου ἀνθρώπινο πρόσωπο δέν ἔγινε τυχαία. Ὁ ὅρος αὐτός στηρίζεται στήν Θεολογία τῆς Τριαδολογίας, τῶν Μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποίησαν τόν ὅρο πρόσωπο, καί μάλιστα ἀπό τό προσωπεῖο στό πρόσωπο μέ νέο χριστιανικό περιεχόμενο, γιά νά ἐκφράσουν καλύτερα τήν ὀρθόδοξο Τριαδολογία. Ἀπό τήν Τριαδολογία ὁδηγούμεθα ἀβιἀστως στήν Χριστολογία καί τήν ἀνθρωπολογία μέ ὅλες τίς σημαντικές συνέπειες καί γιά τήν κοινωνία τῶν προσώπων στίς διαπροσωπικές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν μεταξύ των.[6]

Σημαντική συνέπεια τῆς θεολογίας αὐτῆς ἀποτελεῖ ἡ ἰσοτιμία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τονίζει τό Κείμενον αὐτό τῆς Συνόδου: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἕκαστος ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, φύλου, ἐθνικότητος, γλώσσης, ἔχει δημιουργηθῆ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἀπολαμβάνει ἴσα δικαιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ.» Ἡ τελευταία αὐτή πρόταση ἔχει χρησιμοποιηθεῖ καί στό Τελικό Μήνυμα τῆς Α΄ Εὐρωπαϊκῆς Οἰκουμενικῆς Συνελεύσεως στή Βασιλεία τῆς Ἑλβετίας τό 1989. Εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι τότε μέλος στή συντακτική Ἐπιτροπή τοῦ Μηνύματος, ἐπρότεινα τό Κείμενο αὐτό καί ἔγινε ἀμέσως ἀποδεκτό.

Καί μόνον ἡ τελευταία αὐτή πρόταση ἀποτελεῖ ἕνα ὁλόκληρο πρόγραμμα καί πολύπλευρη εὐθύνη ὄχι μόνον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὅλων τῶν ὑπευθύνων στήν κοινωνία μας.

Ὅποιος ἰσχυρίζεται, ὅτι ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά σοβαρά καί ἐπίκαιρα συγκεκριμένα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, ἤ δέν ἔχει διαβάσει τά κείμενα καθόλου, ἤ τά ἔχει διαβάσει καί εἶναι προκατειλημένος καί κακοπροαίρετος ἔναντι τῆς Συνόδου. Ἐπαναλαμβάνω καί ἐδῶ: Καί μόνον γιά τό Κείμενο αὐτό θά ἄξιζε ἡ σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου.

Ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ συμβολή της στή χριστιανική καταλλαγή καί ἑνότητα

Μέ αὐτή τήν πεποίθηση δηλώνει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στό Μήνυμά της: «Πιστή στήν ὁμόφωνη Ἀποστολική Παράδοση καί μυστηριακή ἐμπειρία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.» (1). «Οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δέν ἀποτελοῦν συνομοσπονδία Ἐκκλησιῶν ἀλλά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.»(1). Καί στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» τονίζεται ἤδη στήν πρώτη παράγραφο ἀπερίφραστα ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογική αὐτοσυνειδησία καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου.»

Τό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ἐδέχθη τίς περισσότερες καί δριμύτερες κριτικές γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι πειστικοί, διότι ἁπλά δέν εὐσταθοῦν. Στό Κείμενο αὐτό τονίζεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τοῖς μυστηρίοις.» Καί ἀκριβῶς αὐτή εἶναι ἡ θεολογικῶς ὀρθή βάση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν τελευταία του προσευχή, ὅπως μᾶς τήν διάσωσε τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δέν δημιουργεῖται οὔτε στερεώνεται πάνω σέ διοικητικές μόνον ἤ νομικίστικες βάσεις, ἀλλά στόν ἴδιο τόν ἱδρυτή της Ἰησοῦ Χριστό, στήν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στά Μυστήρια.

Χωρίς νά μειοδοτήσει ἡ Ὀρθοδοξία οὔτε ἐπ’ ἐλάχιστον τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα μεταβαίνει σέ εὐρύτερους ὁρίζοντες καί τονίζει τήν ἀναγκαιότητα συμμετοχῆς καί συμβολῆς της εἰς τό ἀναγκαῖο καί ἱερό ἔργον τῆς καταλλαγῆς καί ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν.μέ τήν συμμετοχήν της στήν καθόλου Οἰκουμενική Κίνηση καί τήν προώθηση τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων.

Δέν ἀποτελεῖ δέ ἀντίφαση ἡ διαπίστωση τῆς Συνόδου ὅτι: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».

Τοῦτο σημαίνει, ὅτι στήν ἱστορική ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀντιμαχόμενες παρατάξεις καί σχίσματα, τά ὁποῖα διαπιστώνομε καθημερινά καί τά ὁποῖα πρέπει ὁπωσδήποτε νά ξεπεραστοῦν γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία. Τήν διάσπαση καί τά ὑπάρχοντα σχίσματα αὐτά μέσα στήν Ἐκκλησία καταδικάζει καί ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, «οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διῃρημένῳ τῷ σώματι…»,[7] ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ τήν Δυτική, δηλ. τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία «ἀδελφή Ἐκκλησία», ὅπως ἐχαρακτήριζε καί ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ὁ Β΄ τόν Πάπα Εὐγένιο ἀδελφό του.[8]

Καί ὁ γνωστός ρῶσος θεολόγος Vitalij Borowoj τονίζει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὡς ἕνα ἀξίωμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο εἶναι αὐτονόητο καί γιά κάθε χριστιανό. Ἡ ἑνότης εἶναι ὅμως ἀντικείμενο τῆς πίστεως (Πιστεύω εἰς μίαν…Ἐκκλησίαν) καί ὄχι τῆς γνώσεως, διότι εἰς τήν ἱστορικήν μας ἐμπειρία ἀπαντοῦμε μόνον τό φαινόμενο τῆς πολλαπλότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες διαφέρουν μεταξύ των καί οἱ ὁποῖες δέν συμφωνοῦν μεταξύ των. Καί συμπεραίνει ὁ Vitalij Borowoj, μέ ἀναφορά καί στόν Sergij Bulgakov, ὅτι «ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δωρεά, ἀλλά συγχρόνως καί καθῆκον πρός ἐκπλήρωση, ἡ ἑνότης εἶναι πραγματικότητα, ἀλλά καί αἴτημα.»[9]

Στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», τῆς Συνόδου τονίζεται: «4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπόν πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον „πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν“ (Α’ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν.»

Αὐτή εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς Συνόδου, ἡ πεποίθησις καί τό ἀμιγές φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ μέ ἔργα καί ὄχι μόνον μέ λόγια προσπάθειά της γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος. Γιά τόν λόγο αὐτό θεωρεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τούς Θεολογικούς Διαλόγους μετά τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν ἀπολύτως ἀναγκαίους, ὡς ἔκανε ἡ Ἐκκλησία καί οἱ ἱ. Πατέρες ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες[10] καί συνέχισε διαχρονικά μέχρι σήμερα. «Χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ Κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον» τονίζει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.[11]

Ἑάν θελήσομε νά ἀναφερθοῦμε λεπτομερῶς τί ἐννοεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στό Κείμενο αὐτό, ὅταν ἀναφέρει: ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς», θά πρέπει νά καταγράψομε ὁλόκληρη τήν ἱστορική συμμετοχή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση μέ πρωτοβουλίες μεγίστης σημασίας γιά ὁλόκληρο τόν χριστιανισμό, ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ παρελθόντος 20οῦ αἰῶνος. Θά πρέπει νά ἀναφερθοῦν ἀναρίθμητες μεγάλες θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, λαϊκοί θεολόγοι καί Καθηγητές, κληρικοί διαφόρων βαθμῶν, ἐπίσκοποι, μητροπολίτες καί Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι καί ἀπό ὑψηλές καί ὑπεύθυνες θεσμικές θέσεις ἐκκλησιαστικῶν καί Οἰκουμενικῶν Ὀργανισμῶν πρσέφεραν τεράστια ὑπηρεσία, διακονοῦντες τό ἱερόν αἴτημα τῆς καταλλαγῆς καί ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν. Σέ ὅλους αὐτούς ὀφείλονται εὐχαριστίες καί εὐαρέσκεια ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὄχι ὕβρεις, κατακραυγή καί ἀναθεματισμοί. Εὐχῆς ἔργον θά ἦτο μία συστηματική σειρά πανεπιστημιακῶν παραδόσεων καί σχετικῶν ἐπιστημονικῶν μελετῶν.

Ἱστορικές ἀναφορές

Μέ τήν πλέον ἐπίσημη καί δημόσια μορφή ἄρχισε τό ἔργο του τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν ἀποστολή τῆς Ἐγκυκλίου του τό 1902 πρός ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Δέν τό ἐπιτρέπει ὁ χρόνος νά ἀναφερθοῦν ἐδῶ βασικές ἀρχές τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς, ἀλλά καί τῶν ἀπαντήσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες πρέπει νά μελετηθοῦν σοβαρά, γιατί τό περιεχόμενό των ἰσχύει καί σήμερα.

Σέ γενικές γραμμές μποροῦμε ὅμως νά ἀναφέρομε, ὅτι τότε, τόσον τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὅσον καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶχαν ἐκφράσει τήν αὐτονόητη πεποίθηση καί διάθεσή των γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος μέ τίς ἄλλες μή ὀρθόδοξες χριστιανικές Ἐκκλησίες. Καμμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν χαρακτηρίζει στά ἐπίσημα αὐτά Κείμενά των τίς μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Αἱρέσεις, μέ τίς ὁποῖες δέν θά ἐπιτρεπόταν νά ἔχομε Διάλογο ἤ μέ τίς ὁποῖες δέν θά ἦταν ἀναγκαία ἡ ἀπό κοινοῦ ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Ὅλες οἱ Ἑκκλησίες ἐχαιρέτισαν στίς ἀπαντήσεις των τήν πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὁμολογοῦσαν ὅτι ὀφείλομε νά δεχθοῦμε καί μεῖς τή «φιλάδελφη προτεινόμενη χεῖρα» τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, παρά τό ὅτι οἱ καιροί καί οἱ συνθῆκες τότε δέν τό ἐπέτρεπαν, καί παρά τά ὑπάρχοντα σοβαρά προβλήματα, τά ὁποῖα δημιουργοῦσαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες κυρίως μέ τον προσηλυτισμό καί μέ τίς διαφορετικές διατυπώσεις τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Τά προβλήματα αὐτά ἦσαν καί εἶναι γνωστά καί κανείς δέν τά ἀγνοεῖ σήμερα. Παρά ταῦτα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τότε, πάνω ἀπό ἑκατό χρόνια πρίν, εἶχαν θετικώτερες ἀπόψεις καί ἀμείωτη θέληση πρός καταλλαγή καί ἑνότητα παρά ὁρισμένοι ἐκκλησιαστικοί παράγοντες, κληρικοί καί λαϊκοί, θεολόγοι καθηγητές καί Ἀρχιερεῖς σήμερα, πάνω ἀπό ἑκατό χρόνια μετά. Εἶναι πράγματι λυπηρό! Ἐάν συγκριθεῖ ἡ ἀπόλυτα ἀρνητική στάση των γιά συγκεκριμένα θέματα σήμερα μέ τίς ἀπόψεις των τότε, πρίν ἀπό ἑκατόν καί πλέον χρόνια, θά μπορέσομε νά καταλάβομε τί ἐννοῶ. Ὁ χρόνος τώρα δέν τό ἐπιτρέπει.

Ὅμως ἕνα παράδειγμα ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ γιά νά ἐκφράζομε καί τήν ἱκανοποίησή μας γιά τήν ὀρθή συνέχιση τοῦ πνεύματος τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης: Ἐκτός τοῦ γενικώτερου χαρακτηρισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων ὡς Ἐκκλησίες, στά Κείμενα ἐκεῖνα ἀπό περισσότερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τότε τό 1902 καί 1903, τονίζει π.χ. ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας τά ἑξῆς ἀξιομίμητα: 1ον γιά τό Βάπτισμα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων: «Πιστεύομεν ἐπί τήν εἰλικρίνειαν τῆς πίστεως αὐτῶν εἰς τήν παναγίαν καί ζωαρχικήν Τριάδα, διό καί δεχόμεθα τό βάπτισμα τούτων τε καί ἐκείνων.» Σήμερον ὁρισμένοι δέν πιστεύουν οὔτε στήν εἰλικρίνεια τῆς πίστεως τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε δέχονται τό Βάπτισμά των. Γιά τό θέμα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης τονίζει ἡ ἀπάντηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας: «Τιμῶμεν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς λατινικῆς ἱεραρχίας καί τούς εἰς τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἐρχομένους ἐξ αὐτῆς κληρικούς παραδεχόμεθα ἐν τῷ ὅν φέρουσι βαθμῷ (ὡς παραδεχόμεθα καί τούς Ἀρμενίους, Κόπτας, Νεστοριανούς κλπ. τούς μή ἀπολέσαντας τήν ἀποστολικήν διαδοχήν). „Ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται“ (2 Κορ. 6, 11), καί πρόθυμοί ἐσμεν πᾶν τό δυνατόν ποιῆσαι, ἵνα συνεργήσωμεν εἰς τήν στήριξιν ἐπί τῆς γῆς τῆς ποθεινῆς ἑνότητος.»[12] Τά ἴδια καί σχεδόν αὐτολεξεί τονίζει καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Μαυροβουνίου καί γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἱερωσύνης τῶν ἀναφερθέντων μή ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.[13]

Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα καί ἡ στάση τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι σήμερα, μέχρι καί τής ἐκδόσεως τῶν Κειμένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Δέν εἶναι δυνατόν, λοιπόν νά ἐπιδοκιμασθοῦν σημερινές ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ὀπισθοδρομοῦν πάνω ἀπό 120 χρόνια περί τῆς Ρωμαιοκαθολκῆς Ἐκκλησίας, «ὅτι, πρῶτον ὁ σύγχρονος Παπισμός, δέν εἶναι ἡ ἀρχαία Ρωμαϊκή Ἐκκλησία μέ ἕδρα τήν Παλαιά Ρώμη, ἀλλά οἱ Φράγκοι πού μισοῦν τήν Ρωμηοσύνη, καί, δεύτερον, ὅτι οὐσιαστικά κάθε αἱρετικός καί ἀναθεματισμένος ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, (καί κατά συνέπεια αὐτά) μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἕνα τρίτο σημεῖο, ὅτι στόν Παπισμό, οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει ἀποστολική παράδοση καί ἀποστολική διαδοχή», ὅπως ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς ὁ Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου Ἱερόθεος[14] καί ἄλλοι ὁμοϊδεάτες του. Ἀπό ποιά Οἰκουμενική Σύνοδο καταδικάστηκε ὡς αἰρετική ἡ Ἐκκλησία αὐτή; Γιατί αὐτός ὁ τρόπος ἀπαξιωτικῆς ἐκφράσεως, ὁ ὁποῖος ὑπενθυμίζει τήν πρό αἰώνων ἐποχή τῆς πολεμικῆς καί τῶν συγκρούσεων; Γιατί αὐτή ἡ διαπίστωση, ὅτι ἡ σημερινή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία εἶναι «οἱ Φράγκοι πού μισοῦν τήν Ρωμηοσύνη», ἤ ὅτι «ὁ σύγχρονος Παπισμός ταυτίζεται μέ τήν φραγκική ἐπικυριαρχία (καί) εἶναι στήν πραγματικότητα μιά πολιτικοοικονομική ὀργάνωση πού ἀποβλέπει σέ ἄλλους σκοπούς στήν κοσμική κυριαρχία καί, φυσικά, πάνω ἀπό ὅλα στήν διάλυση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμηοσύνης»; «Στή διάλυση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμηοσύνης»; Σήμερα;

Καί ἡ «Ἐγκύκλιος Συνοδική τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρός τάς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ 1920, δηλ. πάλι πρίν ἀπό 100 σχεδόν χρόνια, ἔχει μεγίστη σημασία καί σήμερα γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς καταλλαγῆς καί ἑνότητος μέ πρωτοπορειακό χαρακτῆρα, διότι: 1ον ἀποστέλλεται σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο σημαίνει, ὅτι ἀποδίδει τόν χαρακτηρισμό Ἐκκλησία καί στίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες, 2ον παρά τίς δογματικές διαφορές προτείνει γιά πρώτη φορά ἐπίσημα ὡς Ἐκκλησία τήν δημιουργία ἑνός Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μέ τόν τίτλο «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν» καί 3ον κάνει 11 συγκεκριμένες προτάσεις, πῶς εἶναι δυνατόν νά προωθηθεῖ τό ἱερόν αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Καί σήμερα ἰσχύουν οἱ προτάσεις αὐτές καί μαρτυροῦν γιά τό γνήσιο πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός καταλλαγή καί ἑνότητα. Θά εἶναι πολύ χρήσιμο νά ἐπαναφέρομε στήν μνήμη ὅλων μας καί ἐκεῖνα τά ἐπίσημα καί πρωτοπορειακά Κείμενα,προδρόμους τοῦ σχετικοῦ Κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ συνεχιστοῦ τοῦ ἴδιου ὀρθοδόξου πνεύματος καταλλαγῆς.

Ὅσοι ἀρνοῦνται τόν Οἰκουμενισμό, δηλ. τήν ἐντατική καί συνειδητή συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν καταλλαγή καί ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν στήν αὐτή πίστη μέ ἀγάπη, ἤ χαρακτηρίζουν τίς προσπάθειες αὐτές ὡς «Παναίρεση» εὑρίσκονται ἐκτός τοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος ἀπό τήν ἐποχή τῶν Μεγάλων καί ἱερῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα, μέχρι καί τόν χρόνο συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἐκφραστής τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος.

Ἄς ἐπαναφέρομε στή μνήμη μας τήν ἱστορική συνάντηση τοῦ Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου τήν 26η Φεβρουαρίου 2016 στήν Ἀβάνα τῆς Κούβας, δηλ. λίγους μόλις μῆνες πρίν τήν σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τόν Ἰούνιο τοῦ 2016 στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία. Καί ἐνῶ ὁρισμένοι ἔβαλλαν ἐναντίον τῆς Συνόδου, ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ὅτι δῆθεν ὑποβιβάζουν τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀναγνωρίζοντες τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί προδίδουν τήν ὀρθόδοξο πίστη, τονίζει ὁ Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος πρός τόν Πάπα Φραγκίσκο ὑπογράφοντας Κοινή Δήλωση: «Δέν εἴμαστε ἀνταγωνιστές, ἀλλά ἀδελφοί στήν πίστη». Δέν εἶναι ἀμοιβαία ἐκκλησιολογική ἀναγνώριση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν μέ τήν Δήλωση αὐτή καί ὅταν στή συνέχεια Πάπας Ρώμης καί Πατριάρχης Μόσχας δηλώνουν: «Εὐχαριστοῦμεν τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος δοξάζεται ἐν Τριάδι, γιά τήν συνάντηση αὐτή, τήν πρώτη στήν ἱστορία. Ἔχομεν ἔλθει ἐδῶ μετά χαρᾶς ὡς ἀδελφοί στήν χριστιανική πίστη „στόμα πρός στόμα λαλῆσαι“(2 Ἰωάνν 12) γιά τίς ἀμοιβαῖες σχέσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τά οὐσιαστικά προβλήματα τῶν πιστῶν μας καί γιά τίς προοπτικές τῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ;…» «Θρηνοῦμεν γιά τήν ἀπώλεια τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καί τήν δημιουργία σχισμάτων μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν», τονίζουν. Ἡ ὑπαρξη τῶν Οὐνιτῶν ἀποτελεῖ πραγματικότητα καί πρέπει νά συνεργάζονται εἰρηνικά, τονίζει ἡ Κοινή Δήλωση. Ὁλόκληρη ἡ Κοινή Δήλωση εἶναι ἄξια μελέτης καί ἀναλύσεως καί δύναται νά θεωρηθεῖ ὡς ἕνα σοβαρό βῆμα καταλλαγῆς καί ἑνότητος. Πράγματι ἱστορική ἡ συνάντηση στήν Κούβα καί θετικές οἱ Δηλώσεις Πάπα καί Πατριάρχου.[15] Διερωτῶμαι ὅμως.

Τί τό διαφορετικό στό ἐπίσημο Κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου; Καί γιατί ἡ πολεμική μόνον ἐναντίον τοῦ Κειμένου τῆς Συνόδου καί μάλιστα κατά τῆς Συνόδου αὐτῆς καθ’ ἑαυτήν; Τί εἶπεν ὁ Σεβασμ. Πειραιῶς Σεραφείμ στόν Πατριάρχη Μόσχας ὅταν τόν συνεχάρη γιά τά 70ά του γενέθλια στή Μόσχα καί μάλιστα ὡς ἕνας ἀπό τούς ἐπισήμους ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Καί οἱ τελευταῖες, μετά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐγκάρδιες συναντήσεις τοῦ Πάπα Φραγκίσκου μέ τόν Πατριάρχη Γεωργίας Ἠλία, τοῦ Πατριάρχου Μόσχας Κυρίλλου (18.10.2016) καί τοῦ Πατριάρχου Σερβίας Εἰρηναίου (14.10.2016) μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο τῶν Ἀγγλικανῶν Justin Welby στό Λονδῖνο, ἡ θέσις ἑνός ἐκ τῶν 8 Προέδρων τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ὁποία κατέχει ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης καί ἡ ἐσχάτως, μετά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐκλογή του ὡς ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων Προέδρων τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς, ὅλα αὐτά δέν ἀποτελοῦν ἔμπρακτες ἀναγνωρίσεις τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί πλήρη συνεργασία μέ αὐτές; Τί τό διαφορετικό καί ἐπιλήψιμο διετύπωσε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στό σχετικό Κείμενο περί τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, τί τό διαφορετικό καί προδοτικόν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας ἔπραξεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί δέχονται τόσες ἐπιθέσεις; Ἀπεναντίας!

Τό πνεῦμα καί τό φρόνημα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξεν πνεῦμα καταλλαγῆς καί ἑνότητος γιά ἕνα κοινό καί καινούργιο μέλλον βασισμένο στά θεμέλια τῆς αὐτῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης. Καί τοῦτο, χωρίς καμμία ἔκπτωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐάν ἀκόμα ἐχρησιμοποίησε τόν ὅρο Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες. Ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «ὕπαρξη» μέ τήν λέξη «ὀνομασία», γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Σύνοδο κατ’ ἄκραν συγκατάβαση μόνο καί μόνον γιά νά μήν ἔλθει σέ μετωπική σύγκρουση μέ τούς ἀκραίους ἀρνητές τοῦ Κειμένου. Κατ’ ἐμέ δέν ἄλλαξε τίποτα τό οὐσιαστικό. Μόνον ὅταν ὑπάρχει κάτι μπορεῖ καί νά ἐξονομασθεῖ. Ἀλλά ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι τό νέο οὔτε συνεπάγεται κάποια ὑποβάθμιση τῆς ἰδικῆς μας ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητας. Ὅποιος στέκει πάνω σέ σταθερά θεμέλια καί εἶναι βέβαιος γιά τήν πίστη του δέν φοβᾶται κανένα διάλογο. Οὔτε εἶναι ἀναγκαῖο νά μειώσουμε ἤ νά ἐξουδετερώσουμε τούς ἄλλους γιά νά ἐξασφαλίσομε τήν ἰδική μας ὑπεροχή. Ἀπεναντίας. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν πρέπει νά φοβόμαστε καί ἐάν ἀκόμη χαρακτηρίζονται καί οἱ ἐτερόδοξες Ἐκκλησίες Ἐκκλησίες καί ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα χαρίζει καί σ’ αὐτούς τήν σωστική του χάρη. Εἶναι δικαίωμά του. Ἡ προσπάθεια περιορισμοῦ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου θέλει, ἀποτελεῖ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐμεῖς δέν ζημιονόμαστε στό ἐλάχιστο, οὔτε ἐπιτρέπεται νά γογγύζομε γιά τήν ἐλευθερία καί μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ.[16]

Ὁ καθηγητής Kartaschev, π.χ. στόν ὁποῖο παραπέμπει ὁ Vitalij Borovoij[17], τονίζει ὅτι „εἶναι μιά ἰδιαίτερα μεγάλη ἁμαρτία, ἐάν οἱ Ἐκκλησίες χρησιμοποιοῦν τήν ἀτιμωτική καί βλάσφημη θεολογία, ὅτι κάθε ἄλλη (μή ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία δέν εἶναι Ἐκκλησία, ὅτι τά μυστήριά της δέν εἶναι μυστήρια καί ὅτι ἡ Θεία Χάρις της δέν εἶναι Θεία Χάρις.»

Ἐπίσης ὁ ἐπίσκοπος Στέφανος Βοκα τῆς Δαλματίας ἀπό τήν Σερβική Ἐκκλησία χαρακτήρισε τίς μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Ἐκκλησίες σέ μία διάλεξή του στή Βιέννη τό 1970 μέ θέμα «Ἡ Σερβική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σήμερα».[18]

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὀνόμαζε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία Ἐκκλησία[19], ὅπως ἀναφέρει καί ὁ καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος στήν ὁμιλία του στό Συνέδριο τῶν Βλατάδων, τήν 10η Νοεμβρίου 2016 μέ θέμα: «Μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»

Καί ὁ πατερικός δογματολόγος τῆς Ὀρθοδοξίας, καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης μεταξύ ἄλλων καί στήν ἐργασία του «Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ», διαπιστώνει μάλιστα, ὅτι στήν ἔκφραση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως «Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» συμπεριλαμβάνονται και οἱ μή ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τονίζει ἐπί λέξει: «Τοιουτοτρόπως πάντες οἱ χριστιανοί λογίζονται ὅτι ἀνήκουσιν εἰς τήν ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ Ἐκκλησίαν, νοουμένην καί οὖσαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον εἶναι ἕν, ἄρα δέ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ὡς ὁρίζει αὐτήν τό ἱερόν Σύμβολον τῆς πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ ὄντι, εἶναι προφανές, ὅτι καί οἱ ἑτερόδοξοι ἀνήκουσιν εἰς τήν μίαν ἡνωμένην οὐσιωδῶς Ἐκκλησίαν του, ἐν ᾗ δύνανται νά τύχωσι τῆς σωτηρίας.»[20]

Ὅσοι ἰσχυρίζονται, ὅτι ἐγώ μόνον, ἀναφέρω ὅτι ἡ φράση αὐτή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως συμπεριλαμβάνει καί τίς ἄλλες χριστιανικές Ἐκκλησίες καί οὐδείς ἄλλος, δέν γνωρίζουν τήν ὀρθόδοξο θεολογία.

Ἐκτός τούτων καί ὁ πρώην Πατριάρχης Μόσχας Ἀλέξιος ὁ Γ΄, ἤδη ὡς Μητροπολίτης Ταλίνης ὁμιλεῖ γιά «τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως.»[21] Στή χορεία αὐτῶν τῶν ὀρθοδόξων Θεολόγων ἀνήκει καί ὁ γνωστός Μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος Drosdov, ὁ ὁποῖος τονίζει ἀπερίφραστα: «Δέν τολμῶ νά χαρακτηρίσω καμμία Ἐκκλησία ψευδή, ἡ ὁποία πιστεύει στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.»[22] Τά ἴδια ἀναφέρει καί Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ἰλαρίων, ὅτι δηλ. δέν πρέπει σήμερα νά χαρακτηρίζομε τίς ἑτρόδοξες Ἐκκλησίες αἱρέσεις καί τονίζει ἐπί λέξει: «Κατά συνέπειαν, ὀφείλει ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός νά εἶναι εἰς θέσιν νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν αἱρετικῶν»[23]. Παραπέμπων εἰς τόν ἅγιον Φιλάρετον τῆς Μόσχας, ὁ ὁποῖος ἐτόνιζεν, ὅτι «εἶναι ἄσπλαχνον καί καθόλου εὔλογον νά τοποθετεῖται ὁ Παπισμός (ἤτοι ὁ Καθολικισμός) εἰς τό ἴδιον ἐπίπεδον μέ τόν Ἀρειανισμόν», καταλήγει καί ὁ ἴδιος εἰς τό συμπέρασμα ὅτι «εἶναι ἀκόμη ὀλιγότερον εὔλογον νά ἐφαρμόζωνται εἰς τούς σημερινούς ἑτεροδόξους χριστιανούς ὅσα ἀνέφεραν οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς τῶν μεγάλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τήν ἀποκοπήν τῶν αἱρετικῶν καί μέ τήν ἀπαγόρευσιν τῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν. Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός δέν ἐπιτρέπεται νά λησμονήσῃ, ὅτι ἀποκλειστικά καί μόνον ὁ Θεός γνωρίζει ποῦ εἶναι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας»[24]. Καί εἰς τήν συνέχειαν τονίζει κατηγορηματικῶς, ὅτι «ἐάν ὑποτεθῇ ὅτι ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει ἤ δέν δύναται νά ὑπάρχῃ ἡ Θεία Χάρις τοῦ Θεοῦ, τοῦτο θά ἐσήμαινεν ὅτι περιορίζεται ὁ Θεός εἰς τήν παντοδυναμίαν αὐτοῦ, ὅτι τοποθετοῦνται εἰς τόν Θεόν φραγμοί, ἐκτός τῶν ὁποίων δέν θά εἶχεν τό δικαίωμα νά ἐνεργῇ. Διά τόν λόγον αὐτόν δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀφοσίωσις εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί ἡ πιστότης εἰς τά δόγματα αὐτῆς νά μετατρέπωνται εἰς ἀχαλίνωτον θριαμβολογίαν, βάσει τῆς ὁποίας νά θεωροῦνται ἅπασαι αἱ ἕτεροι χριστιανικαί Ἐκκλησίαι μόνον ὡς κακότυχον συνονθύλευμα, κατεσκευασμένον ἐκ τῆς δολιότητος ἀνθρώπων καί εἰς τό ὁποῖον ὅλος ὁ κόσμος γενικῶς καί τό ἐνεννήκοντα ἐννέα τοῖς ἑκατόν τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι κατεδικασμένον εἰς τήν ἀπώλειαν»[25]. Αὐτά ἀνέφερεν ὁ Μητροπολίτης Ἰλαρίων εἰς ἀπάντησιν καί εἰς τάς ἀπόψεις τοῦ Σέρβου θεολόγου ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς. Βάσει τῶν ἀπόψεων αὐτοῦ, τονίζει ὁ Ρῶσος Μητροπολίτης Ἱλαρίων, «ἅπασαι αἱ δυτικαί Ὁμολογίαι, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν τά ἐννέα δέκατα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἔχουν ἐκπέσει τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφηρέθη ἀπό αὐτάς ἡ σωτηρία»[26]

Αὐτά πρέπει νά ἀκούσουν καί νά διαβάσουν ὅσι δέχονται καί ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ Θεία Χάρις ἐνεργεῖ μόνον καί ἀποκλειστικά ἐντός τῆς Ὀρθοδοξόυ Ἐκκλησίας καί ὅτι τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας συμπίπτουν μέ τά χαρισματικά καί δηλώνουν ὅτι μόνον ἐντός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι δυνατόν νά ἐνεργήσει τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί ἐπαναλαμβάνω: οὐδείς ἐκκλησιαστικός Πατήρ ἐσκέφθηκε νά περιορίσῃ ἐντός συγκεκριμένων ὁρίων ἤ ἐκκλησιαστικῶν/διοικητικῶν συνόρων (!) τήν ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[27] καί τῆς θείας Χάριτος, διότι ἐγνώριζον καί ἦσαν ἀπολύτως πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Πανάγαθος Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4).

Μέσα σέ ποιά ὅρια, κανονικά ἤ χαρισματικά, εὑρίσκοντο οἱ Ἅγιοι καί οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διά τῶν ὁποίων ἐλάλησε καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, καθώς ὁμολογοῦμε καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως; Ποιά εἶναι τά κανονικά καί τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡμέραν τῆς ἐπιφοιτήσεως καί κατ’ἐξοχήν ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν οἱ παρευρισκόμενοι, φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιον Πεῦμα ἤκουον ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτοῦ καί μετά ἐβαπίσθησαν τρεῖς χιλιάδες καί ἐδημιούργησαν τήν πρώτη ἐκκλησιαστική Κοινότητα. Θά ἦταν πλήρης σχολαστικισμός, ἐάν θά προσπαθούσαμε νά δωσομε ἀπάντηση γιά τό πότε ἔνήργησε ἡ Θεία Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρίν ἤ μετά τό Βάπτισμα, ἤ ἐντός ἤ ἐκτός τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας!!

Γιά τό πολυσυζητηθέν αὐτό θέμα ἀσχολήθηκα λεπτομερῶς σέ ἄλλη ἐργασία δημοσιευμένη στό Amen.

Γιά τόν χαρακτηρισμό τῶν ἑτεροδόξων ὡς Ἐκκλησία ἤ ὄχι, ὑπάρχει στούς ἀρνητές ἐπίσης ἀσυνέπεια: Ὅλες οἱ Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποφάσισαν πανορθόδοξα νά παρευρεθοῦν στή Σύνοδο καί μή ὀρθόδοξοι Παρατηρητές. Συνετάχθη ἕνας κατάλογος, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό ὅλα τά Πατριαρχεῖα καί γενικά ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί ὁ ὁποῖος ὑπεγράφη ἀπό ὅλους τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, ἤ ἀπό τούς ἐκπροσώπους των, δηλ. ἀνεξαιρέτως καί ἀπό τίς 14 Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Στόν κατάλογο αὐτό τῶν Παρατηρητῶν ἀναφερόταν ὁ χαρακτηρισμός Ἐκκλησία γιά ὅλους τούς ἑτερόδοξους Παρατηρητές: Δηλ. ἡ ἐκπροσώπησις ἀφοροῦσε Ἐκκλησίες ἤ Οἰκουμενικούς Ὀργανισμούς Ἐκκλησιῶν, χωρίς κανένα περιοριστικό ἤ ἐπιφυλακτικό σχολίου ὡς πρός τόν χαρακτηρισμό Ἐκκλησία-Ἐκκλησίαι. Ἐκ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, κλπ.

Ὡς ὑπεύθυνος συνοδός τῶν Παρατηρητῶν ἐκ τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, κατ’ ἐντολήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου καί ἐκ μέρους τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, μπορῶ νά διαβεβαιώσω καί ἐκ προσωπικῆς πείρας, ὅτι οἱ Παρατηρητές αὐτοί ἐδέχθησαν εὐχαρίστως τήν ἐπίσημη πρόσκληση καί ἔλαβαν μέρος εἰς τήν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναγνωρίζοντες πλήρως καί σαφῶς, ὅτι λαμβάνουν μέρος εἰς τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἐδῶ σταματῶ, διότι ἄπειρες φορές χρησιμοποιεῖται ὁ χαρακτηρισμός Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἀπό Θεολόγους, Ἀρχιερεῖς, ἐπίσημα συνοδικά Ὀρθόδοξα Κείμενα, Πανορθόδοξες Διασκέψεις κλπ. καί θά ἦταν περιττή καί κουραστική ἡ ἀπαρίθμηση καί ἑνός μόνον μέρους ὅλων αὐτῶν τῶν περιπτώσεων.

Πάντως σοφά καί ὀρθά ἔπραξεν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί διατήρησε τόν ὅρο Ἐκκλησία καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί εἶμαι βέβαιος ἀσφαλῶς καί μέ θεολογικό νόημα καί ὄχι μόνον ἐπιφανειακά καί τύποις! Ἐκτός τούτου, ἀπό τό περιεχόμενο ὁλοκλήρου τοῦ Κειμένου καί τήν διατύπωση τῆς ἀναγκαιότητος τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση, στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, στήν Διάσκεψη τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Εὐρώπης κλπ. καί τῆς ἀναγκαιότητος διεξαγωγῆς καί συνεχίσεως τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀσφαλῶς καί προφανῶς προϋποτίθεται ἡ ὕπαρξη τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν.

Ἡ Ἁγία καί μεγάλη Σύνοδος δέν ἐπρότεινε τήν ἔναρξη τῶν Θεολογικῶν αὐτῶν Διαλόγων, ἀλλά ἐπιβεβαίωσε τήν ἱστορική αὐτή μακροχρόνια πραγματικότητα καί ἀποφάσισε τήν συνέχιση καί προώθηση αὐτῶν. Δηλ. θά μποροῦσε ἡ Σύνοδος αὐτή νά ἐπαναλάβει τήν διατύπωση τοῦ 6ου Κανόνος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας τοῦ 325, «τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω.» Ἤδη μετά τήν Σύνοδο πραγματοποιήθηκε στό Κιέτι τῆς Ἰταλίας τήν 21η Σεπτεμβρίου 2016 ἡ συνεδρίαση τῆς ὁλομελείας τῆς διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου καί ὑπογράφτηκε τό κοινό Κείμενο «Συνοδικότητα καί Πρωτεῖο κατά τήν πρώτη χιλιετία. Πρός μία κοινή κατανόηση στή διακονία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας».

Συμπερασματικά Ἐπαναλαμβάνω καί ἐδῶ καί τονίζω, ὅτι εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι καί τό Κείμενο τῆς Συνόδου εἶναι σαφέστατο, ὅτι ἀνήκομε στή «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία», μέ ὅλες τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες, γεγονός τό ὁποῖο δέν διαπραγματευόμεθα. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ἀγνοήσομε καί τήν ὕπαρξη τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν καί τήν σκανδαλώδη κατάσταση τῆς ἀκοινωνησίας πολύ δέ ὀλιγώτερο τόν φανατισμό καί τίς ἐχθρότητες. Ἐπίσης δέν ἔχομε κανένα δικαίωμα νά ἀμφισβητοῦμε τήν ἐλευθέρα βούληση τοῦ Θεοῦ καί νά τολμοῦμε νά περιορίσομε καί τά ὅρια τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά ὅλον τόν κόσμο.

Ἐνδιαφέρον θά ἦταν νά ἐρευνηθεῖ περισσότερον ἡ ἐφαρμοσθεῖσα πρακτική ὄχι μόνον τῆς ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησιαστικότητος τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀλλά καί ἡ συνύπαρξη καί συνεργασία μαζί των καί σέ ἐκκλησιαστικό καί λειτουργικό ἐπίπεδο. Ἀκόμα καί εἰς τήν δύσκολη κατάσταση κατά τήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας στήν Ἑλλάδα δέν ἔχομε μόνο ἐχθρικές σχέσεις καί ἀρνητικές ἐμπειρίες λόγω καί τῶν ἀρνητικῶν προσηλυτιστικῶν ἐνεργειῶν. Ὄχι σπάνία ὑπῆρχε, λόγῳ ἀγαθῶν καί φιλικῶν σχέσεων, συμπροσευχή καί μυστηριακή κοινωνία, ἠθελημένη καί χωρίς βία καί ὑποταγή, ὅπως π.χ. εἰς τά Ἑπτάνησα, τήν Τῆνο κ.ἀ. Ἱεροκήρυκες ἀπό τούς Μισσιονάριους τῆς Δύσεως ἐκήρυτταν κατά τήν Θεία Λειτουργία εἰς τούς Ναούς τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐξομολογοῦντο καί στούς Δυτικούς κληρικούς καί μέ ἄδεια τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων. Π.χ. ὁ μητροπολίτης Σεβαστείας Πρόεδρος Παροναξίας Ἰωσήφ Δόξας, μέ ἔγγραφό του, ἀνάθεσε καθήκοντα πνευματικοῦ πατρός καί ἱεροκήρυκος σέ μοναχούς Καπουκίνους[28].

Πολλά παραδείγματα θά μποροῦσαν νά ἀναφερθοῦν γιά νά ἐπικυρώσουν τήν ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου γιά τήν ὀρθή στάση της πρός τούς ἑτεροδόξους. Τό καθῆκον μας γιά καταλλαγή καί ἑνότητα εἶναι ἀδήρητο καί ἐπιτακτικό.

Ἡ ἀναγκαιότης τῶν Διαλόγων εἶναι προφανής. «Ὅτε διίστανται τινές ἀλλήλων καί οὐ χωροῦσι πρός λόγους, δοκεῖ μείζων εἶναι καί ἡ μεταξύ τούτων διαφορά. ὅτε δ’ εἰς λόγους συνέλθωσι καί ἑκάτερον μέρος νουνεχῶς ἀκροάσηται τά παρ’ ἑκατέρου λεγόμενα, εὑρίσκεται πολλάκις ὀλίγη ἡ τούτων διαφορά.»[29]

Καί πρός τοῦτο, δηλ. πρός διεξαγωγή τῶν διαλόγων αὐτῶν, τονίζω ἐδῶ, ἡ συμβολή τῶν Θεολογικῶν μας Σχολῶν εἶναι ἀδιαμφισβήτητος.

Τό θέμα τῶν μικτῶν γάμων εἶναι πολύ σημαντικό καί ὑπαρξιακῆς ἀνάγκης. Πολύ θετική εἶναι ἡ βασική ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅτι κάθε Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἐφαρμόσει τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας γιά τίς συγκεκριμένες ποιμαντικές της ἀνάγκες.[30]

Οἰκουμενικῆς σημασίας εἶναι ἐπίσης ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου γιά τήν ἀναγκαιότητα διεκκλησιαστικῆς, διαθρησκειακῆς καί διαπροσωπικῆς συνεργασίας γιά τήν ἀντμετώπιση τῶν συγχρόνων κοινωνικῶν προκλήσεων.

Ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος-Παγκόσμιο Μήνυμα ἐλπίδος

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιβεβαίωσε τήν ἀκραιφνή πίστη της στόν Τριαδικό Θεό, ἀνανέωσε τά ἰσχυρά καί σταθερά θεμέλια τῆς πίστεώς της καί τῆς παραδόσεώς της, ἀλλά καί τοῦ ἀκραιφνοῦς ὀρθοδόξου φρονήματος. Ὅμως μιμουμένη καί ἀκολουθοῦσα τό παράδειγμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔθεσε τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἵλων στίς δυσχερεῖς καί κρίσιμες συγκεκριμένες καταστάσεις τῆς συγχρόνου κοινωνίας, τοῦ κατατρεχομένου ἀνθρώπου καί τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὀδύνεται ἀπό τίς ἐκμεταλεύσεις, ἀναφώνησε μέ ὁλοκάθαρη φωνή τήν ἀναγκαιότητα τῆς εὐθύνης καί τοῦ καθήκοντος, πάντα μέ συνεργασία ἐνδορθόδοξη, διαχριστιανική, διαθρησκειακή καί μέ κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως, ὄχι μέ ἀπαισιοδοξία καί κατήφεια, ἀλλά μέ τό θάρρος, τήν αἰσιοδοξία καί τήν δύναμη τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς ἐλπίδος πρός κάθε ἄνθρωπο, ὅπως διακηρύσσεται εἰς τήν Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου, γιά τήν ἀντιμετώπιση καί τῶν νέων προκλήσεων μέ ἐλπιδοφόρες προοπτικές:

«Ὅθεν, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ἀπευθύνομεν τόν λόγον τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α’ Πέτρ. γ’, 15) οὐ μόνον πρός τά τέκνα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πρός πάντα ἄνθρωπον, «τόν μακράν καί τόν ἐγγύς» (Ἐφεσ. β’, 17). Ἡ «ἐλπὶς ἡμῶν» (Α’ Τιμ. α’, 1), ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἀπεκαλύφθη ὡς «Θεός μεθ’ ἡμῶν» (Ματθ. α’, 23) καί ὡς Θεός «ὑπὲρ ἡμῶν» (Ρωμ. η’, 32).

Ὁ δρόμος εἶναι ἀνοικτός, ὁ σπόρος ἐρρίφθη, ἡ ἐργασία πλουσία, ἀλλά καί ἐργώδης, οἱ ἐργάτες ἐπί τό ἔργον. Ἡ στενοκαρδία, ἡ προκατάληψη, ὁ φόβος, ἡ ἀμφιβολία καί ἡ δειλή περιχαράκωση δέν εἶναι χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας καί δέν βοηθοῦν κανένα, ἀλλά βλάπτουν τόν κάθε ἄνθρωπο καί τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δυναμική βίωση τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς τῆς Ἀναστάσεως θραύει τά δεσμά τῆς αὐτοαπομονώσεως καί δίδει φτερά γιά εὐρεῖς καί νέους ὀρίζοντες.

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὡς μία προφητική καί ἐλπιδοφόρος φωνή τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας, μετά ἀπό αἰῶνες «περισυλλογῆς», διακηρύσσει ὅτι: «Ἡ Ἐκκλησία δέν ζῇ διά τόν ἑαυτόν της. Προσφέρεται δι’ ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα, διά τήν ἀνύψωσιν καί τήν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου εἰς καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν (πρβλ. Ἀποκ. κα’, 21). Ὅθεν δίδει τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν καί διανέμει ἐν τῇ οἰκουμένῃ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος.» (Ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου).

[1] Ὁμιλία στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 16-3-2017.

[2] Εἰς τήν Ἐγκύκλιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξόυ Ἐκκλησίας ἀναφέρονται: «Τό συνοδικόν ἔργον συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διά τῶν μεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων – ὡς λ.χ. τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τῶν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δέ περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί περί τῆς μεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. Προσέτι δέ καί διά τῶν ἐν Κωσταντινουπόλει Ἁγίων καί Μεγάλων συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διά τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), τῶν ἐτῶν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ἀποκήρυξιν προτεσταντικῶν δοξασιῶν, ὡς καί τοῦ ἔτους 1872 διά τήν καταδίκην τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ὡς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως.»

Ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Ἀνακοινωθέντος τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 17ης Ἰανουαρίου 2017, ὅτι οἱ Σύνοδοι αὐτές ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ὡς Οἰκουμενικές δέν ἀνταποκρίνεται πρός τήν πραγματικότητα.

[3] Παρερμηνεύεται καί ὑποβαθμίζεται ὁ συνοδικός θεσμός, ὅταν θεωρεῖται μόνον ὡς ἕνα ἁπλό νομικό ὄργανο διοικητικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας μέ μοναδικό καί κύριο σκοπό τήν καταδίκη αἱρέσεων καί αἱρετικῶν, ὡς ἰσχυρίζονται μερικοί.

[4] «Ὕμνον εὐχαριστίας ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι προσκυνουμένῳ Θεῷ, τῷ ἀξιώσαν[4]τι ἡμᾶς συνελθεῖν κατά τάς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς ἐπί τό αὐτό ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ, τῇ ἁγιασθείσῃ ὑπό τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Τίτου, τοῦ «γνησίου τέκνου κατά κοινήν πίστιν» (Τίτ. α’, 4), καί, Ἁγίου Πνεύματος ἐπινεύσει, περαιῶσαι τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, συγκληθείσης ὑπό τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, συμφρονούντων τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς δόξαν τοῦ εὐλογημένου ὀνόματος Αὐτοῦ καί ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου παντός, συνομολογοῦντες μετά τοῦ θείου Παύλου «οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Α’ Κορ. δ´, 1).»

[5] «Εὐχαριστοῦμε τόν ἐν Τριάδι Θεό, διότι εὐδόκησε νά περατώσουμε μέ ὁμοψυχία τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, μέ τήν ὁμόφρονη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.»

[6] Βασιλείου Γιούλτση, Θεολογία καί διαπροωπικαί σχέσεις κατά τόν Μέγαν Φώτιον, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 20, Θεσσαλονίκη 1974, 49ἑξ. Πρ Παῦλος Εὐδοκίμοφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, , Μετάφρ. Ἀγαμέμνων Τ. Μουρτζόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, 90ἑξ. Ὁ Παῦλος Εὐδοκίμοφ, ἀναφέρει π.χ. ἐπιγραμματικά, ὅτι ὁ φιλοσοφικός περσοναλισμός «δέν φθάνει ποτέ σ’ ἕναν ἱκανοποπιητικόν ὁρισμό τοῦ προσώπου. Ἕνας τέτοιος ὁρισμός δέν μπορεῖ νά προέλθη παρά μόνον ἀπό τό Τριαδικό Δόγμα,… μετά τήν σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος περνᾶ στήν χριστολογία καί ἀνθρωπολογία.»

[7] Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτῳ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος τῆς ἐν Ἐφέσῳ τῶν πιστῶν παροικίας, ἐν: SFÂNTUL MARCU EVGHENICUL, Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, OPERE Τά εὑρισκόμενα ἅπαντα, Vol. I, Precuvantâre de P.S. Lucian, Episcopul Caransebeşuluiu…Coordinator: Cristian Chivu, Editura Pateres 2009, 197ἑξ.

[8] Πρβλ. περισσότερα καί στό Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, Ἐκδόσεις Ἐπέκταση, Κατερίνη 1999.

[9] Vitalij Borovoij, Ekklesiologische Fragen und historische Realität in der Ökumene, in: Ökumenische Hoffnungen. Neuen Pro Oriente-Symposien 1965 bis 1970, hg. im Auftrag des Stiftungsfonds Pro Oriente, Wien von T.Piffl-Percevic und A.Stirnemann, Innsbruck-Wien 1984, 211.

[10] B. R, Voss, Der Dialog in der frühchristlichen Literatur, München 1970. Πρβλ. Ἱ. Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν Διαλόγῳ μετά τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι 1975.

[11] Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα,VI, 27. Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, 58.

[12] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί περί ἄλλων γενικῶν ζητημάτων Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1902. Αἱ εἰς αὐτήν Ἀπαντήσεις τῶν Ἁγίων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἡ Ἀνταπάντησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1904, 27ἑξ.

[13] Ἡ περί τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 66ἑξ.

[14] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί, β΄ ἔκδοση, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου 2000, 109ἑξ. 111ἑξ. Καί σέ ἄλλα σημεῖα, ἀλλά καί σέ ἄλλα δημοσιεύματα ἐκφράζονται συνεχῶς παρόμοιες ἀπόψεις μάλιστα καί σέ σχέση μέ τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης.

[15][15] Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Δέν εἴμαστε ἀνταγωνιστές ἀλλά ἀδελφοί στήν πίστη»Πάπας Φραγκῖσκος καί Πατριάρχης Κύριλλος στήν Κούβα (12. 2. 2016) καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν ὈρθόδοξἈκαδημία Κρήτης (18.-26. 6. 2016) https://de.scribd.com/document/321502258/%CE%91%CE%A1%CE%98%CE%A1%CE%9F-%CE%A4%CE%9F%CE%A5-%CE%9A%CE%91%CE%98%CE%97%CE%93%CE%97%CE%A4%CE%97-%CE%9B%CE%91%CE%A1%CE%95%CE%9D%CE%A4%CE%96%CE%91%CE%9A%CE%97-%CE%93%CE%99%CE%91-%CE%A4%CE%99%CE%A3-%CE%A3%CE%A7%CE%95%CE%A3%CE%95%CE%99%CE%A3-%CE%92%CE%91%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A5-%CE%9C%CE%9F%CE%A3%CE%A7%CE%91%CE%A3#from_embed

[16] Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ Παραβολή τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνα Ματτθ. 20.

[17] Vitalij Borovoij, Ekklesiologische Fragen und historische Realität, 215.

[18] Bischof Stefan Boca von Dalmatien, Sibenik, Die Srebisch-Orthodoxe Kirche-heute, in: Ökumenische Hoffnungen. Neuen Pro Oriente-Symposien 1965 bis 1970, hg. im Auftrag des Stiftungsfonds Pro Oriente, Wien von T.Piffl-Percevic und A.Stirnemann, Innsbruck-Wien 1984, 227ἑξ.

[19] Πρβλ. Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, τόμ. Α΄, ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθῆναι 2000, 7ἑξ. Τοῦ ἴδιου, Μάθημα Ποιμαντικῆς, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, 192.

[20] Ἰωάννου Καρμίρη, Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τόμ. 56, Ἀθῆναι 1981, 404ἑξ

[21] Alexy, Metropolit von Tallinn und Estland, In der Kraft des Heiligen Geistes – Dienst an der Welt, in: Einheit im Geist – Vielfalt in den Kirchen, Bericht der VII. Vollversammlung der Konferenz Europäischer Kirchen, 18-28 Oktober 1979 Kreta, hg. von der Konferenz Europäischer Kirchen Genf, 177.

[22] Vitalij Borovoij, Ekklesiologische, 214ἑξ.

[23] Hilarion Alfejev, Geheimnis des Glaubens. Einführung in die orthodoxe dogmatische Theologie, Aus dem Russischen übersetzt von Hermann-Josef Röhrig, Freiburg, Schweiz 2003, 146: «Δέν πρέπει νά λησμονοῦμεν, ὅτι οἱ αἱρέσεις τῶν πρώτων αἰώνων, ὅπως ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Σαβελλιανισμός καί ὁ Μονοφυσιτισμός, δέν ἐδέχοντο τίς βασικές ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως – τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἱσότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν πληρότητα τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν δυνάμεθα εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν νά εἴπωμεν διά πολλάς ἀπό τάς συγχρόνους χριστιανικάς Ὁμολογίας, δεδομένου ὅτι αὗται ἀναγνωρίζουν τά βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Κατά συνέπειαν, ὀφείλει ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός νά εἶναι εἰς θέσιν νά διακρίνῃ μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν αἱρετικῶν»

[24] Ὅπ. παρ.

[25] Ὁπ. παρ.

[26] Ὁπ. παρ., 144.

[27] Πρβλ. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι. Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Πατερικά 1, Θεσσαλονίκη 1997, 157 ἑξ. Πρβλ. καί τοῦ ἰδίου, Ἡ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δρᾶσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν: Τό Ἅγιον Πνεῦμα, Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης, ἔκδ. Ἰωάννης Ἀναστασίου, Θεσσαλονίκη 1971, 184-201.

[28] Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1958, 11 ἑξ.

[29] Συλβέστρου Συροπούλου, Ἀπομνημονεύματα, V, 28. Πρβλ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως, 56.

[30] Πρβλ.Grigorios Larentzakis, Oikonomia im interkonfessionellen Dialog, in: Oikonomia, Dispensatio and Aequitas anonica, in: Kanon XXIV, 2016, 61-83.