Η εορτή της Αγίας Σκέπης και δοξολογία στην Μητρόπολη για την Εθνική μας Επέτειο

Την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου έ.ε.  εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ.κ. Δαμασκηνός λειτούργησε και κήρυξε το Θείο Λόγο στον ιερό Ναό Αγίου Νικολάου στην Σπλάντζια  Χανίων.


Μετά το πέρας  της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας μετέβη στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Εισοδίων της Θεοτόκου  όπου τέλεσε  επίσημη Δοξολογία με την ευκαιρία της επετείου του «ΟΧΙ» συμπροσευχούμενων Κληρικών της Μητροπόλεως μας και με τη συμμετοχή τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών.

Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε  η Δρ. Στεργιανή Ζανέκα, συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων του ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Κρήτης.

Πανηγυρικός Λόγος 28ης Οκτωβρίου στη Μητρόπολη Χανίων

Σεβασμιότατε, Κυρίες και Κύριοι, Αγαπητά μας παιδιά,

Ημέρα γιορτής, συγκίνησης και μνήμης η 28η Οκτωβρίου για τον απανταχού ελληνισμό.Ημέρα μνήμης για τους ήρωες που δοκιμάστηκαν και θυσιάστηκαν με εθνική ομοψυχία και πίστη,  συνάρθρωσαν, υπερβατικά, μια υπέροχη στάση στις πανανθρώπινες επάλξεις αξιών όπως η ελευθερία, η δημοκρατία αλλά και η εθνική υπερηφάνεια.

Νωρίς τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, Γκράτσι, επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Μεταξά και του επέδωσε ιταλικό τελεσίγραφο. Η απάντηση του Μεταξά, που μεταγράφηκε στο περίφημο «ΟΧΙ» ήταν σχεδόν αναμενόμενη με βάση τους τότε διπλωματικούς προσανατολισμούς της χώρας. Η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο, μετείχε του μεγάλου Παγκόσμιου πολέμου. Στα σύνορα οι προφυλακές αμύνθηκαν είτε είχαν πάρει το μήνυμα του πολέμου, είτε όχι. Όταν ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της 8ης Μεραρχίας Πεζικού ενημερώθηκε για την κήρυξη του πολέμου, απάντησε: «Αναφέρατε εις τον αρχιστράτηγον ότι η μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, όπως επιβάλλει η εθνική τιμή». Ο Γ. Σεφέρης γράφει στις «Μέρες Γ΄»: «Δευτέρα 28 Οκτωβρίου./ Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη./ Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: / «Έχουμε πόλεμο!»./ Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει.».

Ο πόλεμος ήταν κοντά, χειροπιαστός. Ο τορπιλισμός της Έλλης στην Τήνο, απλά υπενθύμιζε ότι η ώρα της κρίσης πλησίαζε, χωρίς κανείς να μπορεί να την αποφύγει. Οι εφημερίδες και τα επίκαιρα των κινηματογράφων κατέγραφαν τη φρίκη και πόσο απάνθρωπα ήταν τα μέσα αυτού του νέου πολέμου. Οι μεγάλοι συντρίβονταν ανελέητα σε αυτήν την σύγκρουση. Ποια μοίρα περίμενε άραγε τους μικρούς που θα τολμούσαν να εναντιωθούν στους ισχυρότερους και να εμπλακούν στα γρανάζια του αδυσώπητου πολέμου; «Οι Έλληνες, από αρχαιοτάτων χρόνων, είναι τολμηροί πέρα από τις δυνάμεις τους, ριψοκίνδυνοι εν γνώσει τους και αισιόδοξοι στις δυσκολίες» λέει ο Θουκυδίδης.

Κι όμως οι στρατεύσιμοι χαμογελούσαν στους δρόμους, χαμογελούσαν στα παράθυρα των τραίνων και των λεωφορείων, χαμογελούσαν σκαρφαλωμένοι επικίνδυνα στους μαρσιέδες των φορτηγών. Οι Έλληνες ήσαν ίσως ο μόνος λαός στον τότε κόσμο που υποδέχτηκε τον πόλεμο αυτόν, τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με χαμόγελο. Η διάθεσή τους ερχόταν σε αντίθεση με το βροχερό περιβάλλον εκείνων των ημερών. Δεν μπορούσαν τότε να ξέρουν ότι η βροχή ήταν ο πρώτος –και ο μόνος- σύμμαχός τους στον αγώνα που ξεκινούσαν. Η βροχή που έκανε τον κάμπο στο Καλπάκι βάλτο πηκτό και μέσα του βούλιαξαν τα ιταλικά θωρακισμένα των Κενταύρων. Δεν το γνώριζαν αυτό οι πολίτες φαντάροι την ημέρα του ενθουσιασμού, όταν ξεκίνησαν για το μέτωπο. Δεν γνώριζαν φυσικά ακόμη τι θα συναντούσαν στο μέτωπο. Δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έβρισκαν απέναντί τους στα βουνά μόνο εκατό χιλιάδες Ιταλούς που, σχεδόν με αφέλεια ξεκίνησαν να κατακτήσουν μία χώρα την οποία, ο ενθουσιασμός των πολιτών της, εξόπλισε, μέσα σε δέκα μέρες, με τριακόσιες χιλιάδες στρατό στο μέτωπο της Ηπείρου αρχικά, της Αλβανίας στη συνέχεια. Δεν μπορούσαν να μαντέψουν ότι στις πρώτες τουλάχιστον εβδομάδες ο πόλεμος θα ήταν εύκολος, νικηφόρος. Ότι το χαμόγελο θα πλάταινε μέχρι που να γίνει μέθη χαράς και ενθουσιασμού,καθώς ο εχθρός ταπεινωμένος και περίτρομος υποχωρούσε βαθιά μέσα στα εδάφη της Αλβανίας. Στις 28 Οκτωβρίου, δεν μπορούσαν να τα γνωρίζουν όλα αυτά, όπως και δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη συνέχεια: το βυθισμένο στα χιόνια μέτωπο, τα κρυοπαγήματα, τις απελπισμένες,αιματηρές, πλην όμως άκαρπες επιθέσεις στην Κλεισούρα και το Τεπελένι, όταν οι Ιταλοί ενισχυμένοι, είχαν επιτέλους κλείσει τα κενά. Στις 28 Οκτωβρίου όλα αυτά τα μελλούμενα ελάχιστα τους απασχολούσαν. Αυτοί έφευγαν για τον πόλεμο, για το άγνωστο, με το χαμόγελο στα χείλη.

Ενάντια στην Ιταλία του Μουσολίνι, υπήρχαν λόγοι για να ξεχειλίσει η οργή των Ελλήνων. Τα υπόδουλα Δωδεκάνησα βρίσκονταν στη μέση των διαφορών, όπως και η προκλητική παρουσία των ιταλικών πολεμικών στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Την έννοια αυτή είχε και το χαμόγελο της 28ηςΟκτωβρίου. Στον πόλεμο η Ελλάδα είχε κληρωθεί με τον αντίπαλο που προτιμούσε. Δεν εξηγούσε η κλήρωση, όμως, αυτή τη διάχυτη στις μορφές των ανθρώπων έκφραση. Στον μεσοπόλεμο, η μορφή της χώρας άλλαξε, οι πολίτες συνήθισαν να ζουν και να προοδεύουν σε αυτή. Η ενοποίησή τους, η απόκτηση κοινής πλέον ταυτότητας, η ιεράρχηση των αξιών και της κοινωνίας τους περνούσε μέσα από το μόχθο και τη συλλογικότητα. Την αγάπησαν τη χώρα που έχτισαν μεθοδικά οι εργατικοί, δημιουργικοί και, προπαντός, αισιόδοξοι Έλληνες. Είχαν φτιάξει τη χώρα, ήταν φυσικό να αισθάνονται υπεύθυνοι γι’ αυτή. Η συγκυρία μόνο μπορούσε να δώσει το έναυσμα και τη μέθοδο για την πραγμάτωση της έσχατης προοπτικής για τη χώρα.

Η συγκυρία ήταν ο πόλεμος. Η από τα πράγματα ανάθεση στους εφέδρους της τύχης της χώρας. Επρόκειτο για νέο συμβόλαιο μεταξύ της εξουσίας και των πολιτών της. Οι έφεδροι ανέλαβαν τη μοίρα της χώρας. Έπρεπε να την προασπίσουν, να προασπίσουν το δικό τους έργο, τον ιδρώτα τους των προηγούμενων χρόνων. Η ιταλική προσβολή δεν στράφηκε κατά της χώρας, του καθεστώτος και της ηγεσίας της, γενικά και αόριστα. Η στιγμή της επιστράτευσης ήταν κορυφαία στιγμή δημοκρατίας. «Αυτό που εναντιώνεται στον δυνάστη λέγεται λαός», λέει ο Θουκυδίδης. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ιταλική επίθεση στράφηκε, άθελά της ενάντια σε όλους και σε όλα και ενάντια στον καθένα – στον κάθε Έλληνα ξεχωριστά.

Ξεκίνησε ένας πόλεμος ολοκληρωτικός, με την πιο απόλυτη σημασία του όρου. Το χαμόγελο της αξιοπρέπειας, το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης, το χαμόγελο των νικητών της πρώτης μέρας ενός πολέμου που είχε ήδη πολιτικά και κοινωνικά κερδηθεί, απάντησε στην ιταλική πρόσκληση. Οι Έλληνες συναντήθηκαν με τον πιο απόλυτο τρόπο, τον δημοκρατικό τρόπο, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, με την ιστορία και τη νέα τους πατρίδα.

Η επιτυχής άμυνα στο Καλπάκι, χάρη κυρίως στον στρατηγό Κατσιμήτρο, που παρά τις αντίθετες διαταγές οργάνωσε μεθοδικά την άμυνα της περιοχής από το 1939, με τη βοήθεια μάλιστα των κατοίκων των γύρω χωριών, ήταν καθοριστικής σημασίας για την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Αν οι Ιταλοί περνούσαν από εκεί, σε συνδυασμό με τις αρχικές τους επιτυχίες σε Θεσπρωτία και Πίνδο, πολύ σύντομα θα έφταναν στα Γιάννενα και κατόπιν, θα ήταν πολύ εύκολη η προέλασή τους τόσο προς τη νότια Ελλάδα όσο και τη Μακεδονία. Από τις 14 Νοεμβρίου έως τις 7 Δεκεμβρίου ο πόλεμος μεταφέρθηκε βαθιά στο εσωτερικό της Αλβανίας με νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού. Η Ελλάδα ζει μέρες θριάμβου και οι ειδήσεις για τις ελληνικές επιτυχίες έκαναν το γύρο του κόσμου. Στην πραγματικότητα οι δυσκολίες του πολέμου, μόλις άρχιζαν.

Στο μέτωπο των αλβανικών βουνών οι συνθήκες θύμιζαν ήδη καταστάσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στη χειρότερη μάλιστα εκδοχή. Στα μεγάλα υψόμετρα τα χιόνια σκέπαζαν τους αντιμαχόμενους, εμποδίζοντας κάθε τους ενέργεια και περιορίζοντάς τους σε έναν αγώνα επιβίωσης, μία αναμέτρηση με τις δυνάμεις της φύσης. Το κρύο είχε γίνει πλέον ο κύριος εχθρός. Το επίκεντρο της σύγκρουσης μεταφέρθηκε γύρω από τη στενωπό της Κλεισούρας στον δρόμο που οδηγούσε στο Τεπελένι. Ο ελληνικός στρατός επιτέθηκε προς το Τεπελένι, ρίχνοντας τις τελευταίες στρατηγικές του εφεδρείες στη μάχη. Η πιο σημαντική από τις τελευταίες, η 5η μεραρχία Κρήτης –που έφτασε στα τέλη Ιανουαρίου στη ζώνη αυτή- έχασε 3.500 άντρες μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Ηαγωνιστικότητα και η αυτοθυσία των Κρητών ήταν αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου.

Οι Έλληνες στρατιώτες ήταν έτοιμοι για κάθε θυσία. Ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι, η επιστράτευσή τους είχε οργανωθεί σωστά, είχαν προσβληθεί από τη χονδροειδή ιταλική προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων, ενώ οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί είχαν την ικανότητα να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις (Τσιρπανλής Ν. Ζ., Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41, 2004). Τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον (“Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι”, Θουκυδίδης).

Καθώς οι καιρικές συνθήκες βελτιώνονταν με το πλησίασμα της Άνοιξης, η προοπτική της γερμανικής και βρετανικής επέμβασης στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο γινόταν ολοένα και πιο εμφανής. Η επιχείρηση Primavera, η εαρινή επίθεση του ιταλικού στρατού στην Αλβανία ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου. Παρά την παρουσία του Μουσολίνι και τη σφοδρότητα της επίθεσης του ιταλικού πεζικού με αδιάκοπα κύματα εφόδου, η αποτυχία ήταν πλήρης.Μετά από μία εβδομάδα άκαρπων προσπαθειών το αδιέξοδο πιστοποιήθηκε, ο Μουσολίνι επέστρεψε ταπεινωνένος στην Ιταλία και οι αντιμαχόμενοι πειριορίστηκαν στο να περιμένουν τη γερμανική επέμβαση (Μαργαρίτης Γ., Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή, τόμος 13, κεφ.1, σελ. 27-63).

Στις ένδοξες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, προστέθηκαν στη συνέχεια τα εξ΄ ίσου ένδοξα γεγονότα του αμυντικού πολέμου ενάντια στις Γερμανικές φάλλαγγες. Μετά την υποταγή της χώρας τον Απρίλιο του 1941, άρχισε να αναπτύσσεται ο Αντιστασιακός Αγώνας που υπήρξε καθοριστικός στην έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων, αφού οι επιτυχίες των Αντιστασιακών εκδηλώσεων, καθυστέρησαν την ανάπτυξη των Ναζιστικών στρατευμάτων σε άλλα μέτωπα (Ρωσικό – Αφρικανικό κ.α.), διευκολύνοντας έτσι τις δράσεις των συμμαχικών στρατευμάτων έως την τελική ήττα του φασιστικού Άξονα.

Η Σοβιετική ένωση (ΕΣΣΔ), διά του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Μόσχας, αναγνώρισε την καθοριστική συμβολή της Ελλάδος στην καθυστέρηση και τελική αποτυχία της Γερμανικής επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής ένωσης (ΕΣΣΔ) (επιχείρηση «Barbarossa»):«Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήτο δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Εκερδίσαμεν χρόνον διά να αμυνθώμεν. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε.». Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Antony Eden είπε: «Οι ήρωες που έχουν βάψει με το αίμα τους την ιεράν γην της Βορείου Ηπείρου, οι μαχηταί της Πίνδου και οι άλλοι, θα είναι οδηγοί μαζί με τους Μαραθωνομάχους, θα φωτίζουν ανά τους αιώνας την οικουμένην.». Αλλά και οι Ιαπωνικές εφημερίδες (Δεκέμβριος 1940) έγραψαν: «Η χώρα μας, εις την οποίαν ιδιαιτέρως τιμάται η ανδρεία, παρακολουθεί με θαυμασμόν τον αγώνα των Ελλήνων εις την Αλβανίαν, ο οποίος μας συγκινεί τόσον ώστε, παραμερίζοντες προς στιγμήν παν άλλο αίσθημα, αναφωνούμεν “Ζήτω η Ελλάς”.».

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στο φαινόμενο της αυτοεπιστρατεύσεως, στο οποίο αντικατοπτρίζεται η διαχρονική φιλοπατρία των Ελλήνων και ηαδιαπραγμάτευτη προσήλωσή τους στο ιδεώδες της ελευθερίας. Παράλληλα, η υπεροχή των ορεινών πληθυσμών ήταν καθοριστικής σημασίας. Πολίτες κάθε ηλικίας και φύλου στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία, είχαν τεράστια συμβολή στην ελληνική επικράτηση. Πολλοί ίσως αγνοούν τη συμβολή, την οικειοθελή και αυθόρμητη προσφορά και την αυτοθυσία της Ελληνίδας, που σήκωσε στις πλάτες ένα μεγάλο μέρος του βάρους από το έπος της Πίνδου.

Η αυτοεπιστράτευση εκτυλίχθηκε σε όλη την έκταση της Ηπείρου κατά ποικίλους τρόπους. Ένας δημοσιογράφος αθηναϊκής εφημερίδας που βρέθηκε στην περιοχή της Πωγωνιανής αναφέρεται στον πρόεδρό της, που έδωσε εντολή να ηχήσουν οι καμπάνες και να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία του χωριού. Και αυτός τότε ανέβηκε σ΄ ένα πεζούλι και με τόνο σοβαρό είπε τα ακόλουθα: «Συμπατριώτες και συμπατριώτισες, απ΄ αυτής της στιγμής, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, από ηλικίας δέκα έως εξήντα ετών, είσαστε επιστρατευμένοι, εσείς, τα ζώα σας και όλα τα υπάρχοντα των σπιτιών σας. Η ζωή μας και όλα τα υπάρχοντα μας από σήμερα θα τεθούν στη διάθεση της μαχομένηςπατρίδος. Θα πάτε γρήγορα στα σπίτια σας, θα ζυμώσετε ψωμιά, θα ετοιμάσετε φαγιά από κρέατα, πίττες, τυριά, καρύδια, σύκα, αμύγδαλα, κυδώνια και κονιάκ και ό,τι άλλο μπορείτε. Θα πάρετε τα ζώα σας και άμα ακούσετε και πάλι τις καμπάνες, θα συγκεντρωθούμε όλοι εδώ, σε τούτη τη μεριά, για να πάμε όλοι μαζί ψωμί, ζεστό φαγητό και πυρομαχικά στα Ελληνόπουλα που πολεμάνε για μας, την τιμή μας, την ύπαρξη μας, για την Ελλάδα μας πάνω στα χιονισμένα βουνά.». Εκατοντάδες πρόεδροι χωριών έπραξαν το ίδιο και «με αυτές τις πράξεις και τις εθνικές μας εξορμήσεις εκερδίσαμετον πόλεμο» (Κολιάτσος Ι. Χρ., Σελίδες δόξης, 1948).

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν ήταν σύγκρουση ανάμεσα σε δύο στρατούς. Ήταν σύγκρουση του ιταλικού στρατού με ένα λαό που ήταν αποφασισμένος να θυσιασθεί για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και υπεράσπιση της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του έθνους.Ήταν η συστράτευση όλου του ελληνικού πληθυσμού για να επιτευχθεί αυτή η νίκη» (Καργάκος Σαρ., 2ος παγκόσμιος πόλεμος, 2017, Β΄τόμος σελ. 46 και 114). Οι 178 ημέρες (28.10.1940 – 23.4.1941) της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης επέφεραν βαθιά τομή στον προσωπικό-καθημερινό χρόνο των Ελλήνων, αλλά και στη ροή του ιστορικού γίγνεσθαι σε ελληνική και ευρωπαϊκή ή παγκόσμια κλίμακα. Η περίοδος πριν και μετά το ’40 αποτελεί συχνά οριοθέτηση στα δρώμενα της ελληνικής κοινωνίας (Τσιρπανλής Ν. Ζ., Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41, 2004).

Όλες οι ανθρώπινες γενεές αγάπησαν την ειρήνη, όλες ευχήθηκαν να παραδώσουν στις επόμενες όχι τον δαυλό της καταστροφής αλλά τη σκυτάλη της δημιουργίας, όμως οι περισσότερες δοκίμασαν τη θηριωδία του πολέμου. Αυτό ακριβώς έκανε τους ανθρώπους να την λατρέψουν περισσότερο, να την επιζητήσουν με μεγαλύτερη λαχτάρα. Μόνο αυτός που μάχεται, γνωρίζει όμωςτην αξία της ειρήνης. Μόνο λαοί που γνώρισαν τη φρίκη του πολέμου ψάλλουν τους ωραιότερους ύμνους γι’ αυτή. Οι Έλληνες πολέμησαν πολύ στη διάρκεια της ιστορίας τους και γι’ αυτό λάτρεψαν όσο κανείς την ειρήνη. Ο Παλαμάς μ’ έξοχο ποιητικό τρόπο δηλώνει την τραγική αυτή διάσταση: «Τι κι αν του πολέμου το χορό χορεύω, γονατιστός ειρήνη εσέ λατρεύω». Οι λαοί ζουν κι ελπίζουν ότι θα δουν κάποτε την ημέρα, που δεν θα μαθαίνουν να πολεμούν. Αυτή θα ήταν η καλύτερη απότιση φόρου τιμής στους ήρωες του έπους ’40-’41.

 Χρέος μας είναι να τους θυμόμαστε και να τους τιμούμε, έχοντας πάντα στο μυαλό μας τη φράση του Στρατή Μυριβήλη : «Η 28η Οκτωβρίου είναι ακόμη ένα φανέρωμα της φυλής μας, ορκιζόμαστε να μένουμε πάντα οι Έλληνες της 28ης Οκτωβρίου, οι Έλληνες του 40, 41.».


Χρόνια πολλά σε όλους!

Σας Ευχαριστώ