Το Πασχάλιον Μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, Χριστός Ἀνέστη!

Κάθε ἔτος πανηγυρίζουμε λειτουργικῶς καί ὑμνοῦμε λατρευτικῶς τόν Ἀναστάντα Χριστόν! Ταυτίζουμε τήν ζωή μας μέ τήν ζωή «τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Κολασ. 1, 4), «τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», μετέχοντες τῶν Παθῶν, τῆς Ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὅπως μαρτυρεῖ τό ἐκ τοῦ Κανόνος τῆς Ἀναστάσεως «Χθὲς συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι, συνεσταυρούμην σοι χθές».
Ὁ ὕμνος «Ἀναστάσεως ἡμέρα καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα» (Δοξαστικόν τῶν Αἴνων τοῦ Πάσχα) προτρέπει ἕκαστον ἐξ ἡμῶν νά δείξῃ τήν λαμπρότητα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν ἀσπασμόν τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ πρῶτα «συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει» (αὐτόθι). Μόνο τότε θά ἠμπορέσωμεν νά βιώσωμεν ἀληθῶς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί νά διατρανώσωμεν «ἐν χάριτι» τό «Χριστὸς Ἀνέστη», ὅταν συγχωρήσωμεν τόν ἀδελφόν «ἀπὸ τῶν καρδιῶν ἡμῶν» (Ματθ. 18, 35).
Ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός εἶναι βιωματικός. Βιώνουμε δέ τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζόμενοι πνευματικῶς διά τῆς ἀσκητικῆς, λειτουργικῆς, μυστηριακῆς καί ἐν γένει ἁγιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν Ἐκκλησία μας ἡ ζωή εἶναι λογική καί ἀληθινή. Πολλές φορές, ὅμως, παρεκκλίνουμε ἀπό τήν λογική καί ἀληθινή σχέση μας μέ τόν Θεό, προσπαθώντας νά παρουσιάσουμε ἕνα Θεό στά ἰδικά μας μέτρα, ὡσάν νά μή γνωρίζωμεν τά γραφικά χωρία «αὐτὸς ἐποίησεν ἡμᾶς καὶ οὐχ ἡμεῖς» (Ψαλμ. 99, 3) καί «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8).
Στά ποικίλα ἐρωτήματα καί πάσης φύσεως προβλήματα, βιοποριστικά, ἐθνικά, κοινωνικά, αἰσθηματικά καί ὑπαρξιακά, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀντιπαρατάσσει τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, τήν νίκη ἐπί τοῦ θανάτου, δυνάμει τῆς ὁποίας αἴρεται κάθε ἀδιέξοδο. Ἀφοῦ «ὁ θάνατος τεθανάτωται» (Θεοτοκίον ψαλλόμενον ἐν Κυριακαῖς), ἑπομένως τό μεῖζον πρόβλημα ἔχει ὁριστικῶς λυθῇ, γιατί νά βασανίζουν τήν ψυχή μας τά ἐλάσσονα προβλήματα;
«Χαρᾶς τὰ πάντα πεπλήρωται, τῆς Ἀναστάσεως τὴν πεῖραν εἰληφότα» (γ’ στιχηρόν τῶν Αἴνων, Ἦχος γ’). Αὐτό τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς βίωνε ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, ὅταν ἔλεγε συνεχῶς «Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου». Εἶναι ἡ πεπληρωμένη χαρά, ἡ ὁποία συνεχῶς ἀνατροφοδοτεῖται ἀπό τήν σχέση μας μέ τόν Χριστό, «τὸν μόνον ἀναμάρτητον», ὁ Ὁποῖος μᾶς διαβεβαιώνει: «Καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. 16, 22).
Δέν μπορεῖ, ὅμως, κανείς μέ ἐγκόσμια κριτήρια νά δικαιολογήσῃ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα ἐν μέσῳ διωγμῶν, ἀσθενειῶν, κινδύνων καί πολέμων· ἀδυνατεῖ νά κατανοήσῃ τόν ὅρο «σταυροαναστάσιμος» καί νά συλλάβῃ τήν ἔννοια τοῦ λόγου «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ» (Πασχάλιος Ἡμερονύκτιος Ἀκολουθία). Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιθέτως, τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ μετά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολασ. 1, 24). Τό παράδοξο ἀλλά μεγαλειῶδες αἴσθημα τῆς χαρμολύπης, τό ὁποῖο συνέχει τόν πιστό, χαρακτηρίζει τήν ζωή του καί τήν καθιστᾶ «ξένον ἄκουσμα» καί «ξένον θέαμα».
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ δίδει τήν ἐλπίδα καί τελικά τήν βεβαιότητα ὅτι ὅσο κι ἄν πονέσουμε, ὅσο κι ἄν κακοποιηθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, ὁ μόνος εὐεργέτης καί Σωτήρας μας εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Ἡ Ἐκκλησία προτείνει τήν σχέση τῆς χαρᾶς, τῆς ἐλπίδος, τῆς συγχωρήσεως, τῆς πρός ἀλλήλους ἀγάπης καί τοῦ ἀσπασμοῦ. Ἡ ὁδός αὐτή πλατύνει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ διανοίγει ἄλλους ὁρίζοντες πνευματικῆς ἐλευθερίας.
Ἐνδέχεται, ἀδελφοί μου, ἡ ὡς ἄνω ἐκκλησιαστική πρόταση νά ἀπορριφθῇ ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἐπίνοια κληρικῶν καί μοναχῶν, ὡς ἔνταλμα ἀνθρώπων ἐπιβουλευομένων τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων. Προτείνεται, λοιπόν, χάριν τῆς ἀληθείας ἔρευνα ἱστορική. Πῶς ἡ Ἐκκλησία μέ ἀρχηγό τόν Ἀναστάντα Σωτῆρα καί Λυτρωτή αἴρει διαχρονικῶς καί δωρεάν τά ποικίλα ἀδιέξοδα ἀνθρώπων, ἐθνῶν καί κοινωνιῶν, εὐλογεῖ καί ἁγιάζει ψυχές καί σώματα, καί πῶς τά πολυάριθμα φιλοσοφικά καί ἰδεολογικά ρεύματα, οἱ κρατικοί μηχανισμοί καί οἱ οἰκονομικοί παράγοντες προκαλοῦν, καταστρέφουν καί προσφέρουν πόνο ἀντί γιά ἀγάπη καί χαρά! Ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων ἐξάγονται ἀσφαλῆ συμπεράσματα.
Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει ζωντανή διδαχή, «ῥήματα ζωῆς αἰωνίου» (Ἰωάν. 6, 68). Γιά τόν συνειδητό χριστιανό οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς» (Ἰωάν. 14, 18), «καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτὸν» (Ἰωάν. 14, 21) σφραγίζουν τήν σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀνανεώνεται διαρκῶς ἐντός τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου.
Ὁ «ἐν ἐκκλησίαις» ἑορτασμός τῆς Ἀναστάσεως δέν παρέχει ἁπλῶς τήν ἀνάμνηση ἑνός ἱστορικοῦ γεγονότος· ὑπουργεῖ τό θαῦμα τῆς προσωπικῆς μας ἑνώσεως μετά τοῦ Χριστοῦ καί τῆς συναντήσεως μετά τοῦ ἀδελφοῦ. Αὐτός εἶναι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἀληθινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα· αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστική πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου, τοῦ αἰωνίου Πάσχα, τό ὁποῖο προσδοκοῦμε.
Ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ εἴησαν μεθ’ ὑμῶν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν.

Χ ρ ι σ τ ό ς  Ἀνέστη !

Μέ ἀναστάσιμες πατρικές εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός